Αύξηση πωλήσεων κατέγραψε το 2017 η βιομηχανία τροφίμων ΕΥ.ΓΕ. Πιστιόλας, γνωστή με το σήμα Agrino, λόγω της ενίσχυσης της εξωστρέφειας της, που είχε ως αποτέλεσμα οι εξαγγωγές της να καταγράψουν αύξηση 15%.
Προκειμένου να διευρύνει την εξαγωγική της δραστηριότητα στα τέλη του 2016 η βιομηχανία ίδρυσε θυγατρική στην Ουγγαρία με την επωνυμία Egeo Trading, συμμετέχοντας σε αυτή με μερίδιο 50%. Η εν λόγω εταιρεία έχει αντικείμενο την εμπορία και άλλων ειδών διατροφής, πέραν των προϊόντων της ελληνικής βιομηχανίας, η οποία πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 20 χώρες και, κυρίως, στις χώρες Αλβανία, Αυστρία, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα, Ρουμανία, Σουηδία και Φινλανδία.
Για το 2018 η διοίκηση της εταιρείας εκτιμά ότι στο εξωτερικό θα έχει περαιτέρω ανάπτυξη 15%.
Το 2017 η Agrino κατέγραψε πωλήσεις 27,38 εκατ. ευρώ, έναντι 26,14 εκατ. ευρώ το 2016, αυξημένα κατά 4,8% , ενώ το καθαρό της αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε ζημιές 0,22 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 1,39 εκατ. ευρώ το 2016.
Η ιστορία της σημερινής επιχείρησης ξεκινά το 1955 στο Αγρίνιο, όταν τα αδέλφια Ευστράτιος, Ευθύμιος και Γεώργιος Πιστιόλας παίρνουν την απόφαση να πραγματοποιήσουν το επιχειρηματικό τους σχέδιο και να ασχοληθούν με το εμπόριο ρυζιού. Εκμεταλλευόμενοι τους μεγάλους ορυζώνες που υπήρχαν στις περιοχές Νεοχωρίου και Κατοχής στον νομό Αιτωλοακαρνανίας ιδρύουν την εταιρεία «Αφοί Κ. Πιστιόλα» με αντικείμενο την εμπορία ρυζιού και οσπρίων και σηματοδοτούν έτσι το ξεκίνημα της ως τώρα επιτυχημένης πορείας της εταιρείας, που σήμερα φέρει την επωνυμία «ΕΥ.ΓΕ. Πιστιόλας Α.Ε.».
Λίγο αργότερα, το 1962, οι ιδρυτές αποφασίζουν να καθετοποιήσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να περάσουν στην παραγωγή. Για τον σκοπό αυτό αγοράζουν τις εγκαταστάσεις της «Ελληνικοί Ορυζόμυλοι», μπαίνοντας έτσι στην παραγωγική διαδικασία, για την οποία πλέον είχαν τον πλήρη έλεγχο. Επτά χρόνια αργότερα, το 1969, προχωρούν στην τυποποίηση του προϊόντος, δίνοντάς του την εμπορική ονομασία Agrino, με σκοπό τα προϊόντα να ξεκινήσουν να αποκτούν τη δική τους ταυτότητα.
Από το 1970 και μετά βελτιώνεται η ποικιλία του διακινούμενου ρυζιού, η οποία παράλληλα εμπλουτίζει το προϊοντικό της χαρτοφυλάκιο με όλες τις λευκές ελληνικές ποικιλίες ρυζιού, καθώς και με το ρύζι parboiled, «αμερικανικού τύπου». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε η πώληση χύμα ρυζιού αρχίζει πλέον να περιορίζεται και την προτίμηση των καταναλωτών να την κερδίζει το τυποποιημένο προϊόν, η εταιρεία Πιστιόλα κατορθώνει να κερδίσει την πρώτη θέση στο καλάθι της ελληνικής οικογένειας.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τόσο η ανάληψη καθηκόντων από τη δεύτερη γενιά, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στις οικονομικές επιστήμες, όσο και το ξεκίνημα των πρώτων εξαγωγών προς τις ελληνικές παροικίες, με έμφαση στη Γερμανία και την Αμερική, έδωσαν ώθηση στην εταιρεία για νέα ξεκινήματα.
Η εταιρεία απασχολεί 80 άτομα με το 85% πωλήσεών της να είναι σε ελληνικά (εγχώριας παραγωγής) προϊόντα.