Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από την PwC, οι διευθύνοντες σύμβουλοι του κλάδου χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα προβληματισμένοι για τους ενδεχόμενους κινδύνους που εγκυμονεί η έλλειψη δεξιοτήτων (70%) και η ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις (70%) για τις προοπτικές ανάπτυξης των οργανισμών τους, τους ανησυχούν βέβαια και οι κυβερνοαπειλές (69%).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης «Shifting Demands, Competing Priorities: Adjusting to the New Talent Realities in Financial Services,» η οποία βασίζεται σε έρευνα της PwC σε 490 διευθύνοντες συμβούλους του χρηματοπιστωτικού κλάδου που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της 19ης Ετήσιας Παγκόσμιας Έρευνας της PwC για τους Διευθύνοντες Συμβούλους στην οποία συμμετείχαν 1490 διευθύνοντες σύμβουλοι από 83 χώρες, η αισιοδοξία των διευθύνοντων συμβούλων του χρηματοπιστωτικού κλάδου για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, τις προοπτικές ανάπτυξης του οργανισμού τους και μελλοντικά σχέδια αύξησης του προσωπικού έχει σημειώσει πτώση σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή.
Το 20% των διευθύνοντων συμβούλων του χρηματοπιστωτικού κλάδου σκοπεύει να μειώσει τον αριθμό του προσωπικού του, ενώ ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των ηγετών του ασφαλιστικού κλάδου και των τραπεζών και των εταιρειών στις αγορές κεφαλαίου που ανέρχεται σε 31% και 29% αντίστοιχα, αναμένει περικοπές.
Εκτός από την υπάρχουσα οικονομική αβεβαιότητα, ο χρηματοοικονομικός κλάδος καλείται να αντιμετωπίσει και τη σημαντική επίδραση της νέας τεχνολογίας, του ρυθμιστικού πλαισίου, των μεταβαλλόμενων προσδοκιών των πελατών και του ανταγωνισμού από εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech).
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι του χρηματοπιστωτικού κλάδου θεωρούν την τεχνολογία ως την τάση που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση των προσδοκιών των πελατών και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών (το 85% αυτών την κατατάσσουν στην πρώτη τριάδα), ενώ το 93% των ηγετών του κλάδου τραπεζών και κεφαλαιαγορών την ξεχωρίζουν ως τον πιο καθοριστικό παράγοντα, περισσότερο και από τους διευθύνοντες συμβούλους του ίδιου του κλάδου τεχνολογίας.
Το μεγάλο ερώτημα για τους διευθύνοντες συμβούλους είναι πώς θα προσελκύσουν, διατηρήσουν και παρακινήσουν ανθρώπους που διαθέτουν τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες και τη θέληση που απαιτείται για τη δραστηριοποίηση σε αυτή τη μεταβαλλόμενη αγορά.
Ο Jon Terry, επικεφαλής των υπηρεσιών διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού με εξειδίκευση στον κλάδο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στο παγκόσμιο δίκτυο της PwC, αναφέρει: «Πολλοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προσλαμβάνουν στελέχη που προέρχονται από ή συνεργάζονται με εταιρείες του κλάδου χρηματοοικονομικής τεχνολογίας. Όμως, οι ιεραρχίες, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η εδραιωμένη κουλτούρα μπορούν εύκολα να συνθλίψουν τους νέους τρόπους εργασίας που φέρνουν μαζί τους και τις ιδέες και τις πρωτοβουλίες τους».
Σε γεωγραφικό επίπεδο, ο προβληματισμός για τη διαθεσιμότητα των δεξιοτήτων είναι μεγαλύτερος στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες περιοχές της ζώνης Ασίας – Ειρηνικού, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, και μικρότερος στη Δυτική Ευρώπη.
Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η επέκταση των αγορών ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη δεξαμενή στελεχών σε πολλές αναδυόμενες αγορές και ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών και οργανισμών αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Επιπλέον, ο αυξανόμενος αυτός προβληματισμός εγείρει ερωτήματα σχετικά με την βιωσιμότητα στρατηγικών offshoring.
Σχεδόν οι μισοί διευθύνοντες σύμβουλοι (47%) δήλωσαν ότι αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο στελεχώνουν τις ηγετικές θέσεις των οργανισμών τους, αποδεικνύοντας ότι αναγνωρίζουν την ευρεία γκάμα δεξιοτήτων που θα χρειαστεί η επόμενη γενιά ηγετών για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό και το εύρος προσδοκιών πελατών και εργαζομένων σε ένα όλο και πιο σύνθετο περιβάλλον που θα περιλαμβάνει και την τεχνολογία. Όμως, παρά τον προβληματισμό για τη διαθεσιμότητα δεξιοτήτων, μόνο το 28% των ηγετών του κλάδου εστιάζουν στην εξεύρεση τρόπων ανανέωσης των δεξιοτήτων και της ικανότητας προσαρμογής των ανθρώπων τους.
Το 60% των διευθύνοντων συμβούλων του χρηματοπιστωτικού κλάδου πιστεύει ότι σε πέντε χρόνια από τώρα τα κορυφαία στελέχη θα προτιμούν να εργάζονται σε οργανισμούς με κοινωνικές αξίες που συνάδουν με τις δικές τους –το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται σε 75% στον ασφαλιστικό κλάδο, ξεπερνώντας όλους τους υπόλοιπους κλάδους της έρευνας, αντικατοπτρίζοντας τις προσδοκίες των νέων γενιών που θα μπουν στην αγορά εργασίας.
Ο Jon Terry συνοψίζει:
«Οι ηγέτες του κλάδου αναγνωρίζουν ότι οι ελλείψεις δεξιοτήτων αποτελούν υπαρκτή απειλή για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά, η ικανότητά τους να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις πολλές φορές υποσκάπτεται από την έλλειψη ιεράρχησης, καθώς καλούνται να διαχειριστούν ταυτόχρονα πολλές και αντικρουόμενες απαιτήσεις.
Δεν υπάρχουν απλές λύσεις σε αυτό το σύνθετο και ταχύτατα μεταβαλλόμενο εργασιακό τοπίο. Όμως, ένας συνδυασμός καινοτομίας και ρεαλισμού μπορεί να συμβάλει στη διεύρυνση της γκάμας των επιλογών διαχείρισης των αναγκών σε δεξιότητες και να δώσει τη δυνατότητα στον κλάδο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να ανταποκριθεί έγκαιρα στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις. Για καλύτερα αποτελέσματα, είναι καιρός οι εταιρείες παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να αποφασίσουν τι στελέχη χρειάζεται ο κλάδος και πώς μπορούν να τα προσελκύσουν, αναπτύξουν, παρακινήσουν και διατηρήσουν δεδομένων των περιορισμών που υπάρχουν στη διαθεσιμότητα δεξιοτήτων και τους χρηματοπιστωτικούς πόρους».