Χειρότερα δεν γίνεται. Η έρευνα του ΙΜΕ -ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών το 2015 αποκαλύπτει την φτωχοποίηση όλων και περισσότερων νοικοκυριών.
Ειδικότερα συντριπτικά αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών καθώς το 70% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης και μόνο το 5,1% προσδοκά σε βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων. Αυτό προκύπτει από την έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών για το 2015.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας το 94,2% των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης, με σαφέστατη την τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ του 1% του πληθυσμού. Μάλιστα, μείωση εισοδημάτων καταγράφηκε και μέσα στο 2015 για το 77,9% των νοικοκυριών.
Ακόμη, πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαβιούν με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (36,3% δηλώνουν εισόδημα <10,000€). Η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας συνεχίστηκε και το 2015, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με το 2013 και το 2014.
Προκύπτει επίσης, ότι οι ανισότητες που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης παραμένουν αναλλοίωτες και μέσα στο 2015, ενώ πληθώρα νέων ρυθμίσεων του τρίτου προγράμματος έχει ήδη προσθέσει βάρη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 80% των ελληνικών νοικοκυριών διαβιεί με πολύ χειρότερους όρους (ποσοτικούς και ποιοτικούς) σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν με το πιο ανάγλυφο τρόπο ότι τα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των καθημερινών υποχρεώσεων. Ασφαλώς οι επιβαρύνσεις του δεύτερου μνημονίου που διατηρήθηκαν, καθώς και άλλες που προστέθηκαν με το νέο τρίτο μνημονιακό πρόγραμμα, επιδεινώνουν τις προοπτικές της εγχώριας ζήτησης, της κατανάλωσης και το επίπεδο διαβίωσης. Μάλιστα, ρυθμίσεις όπως η άρση της αναστολής πλειστηριασμών, η αύξηση των φόρων και εισφορών, οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που προβλέπει το νέο ασφαλιστικό αναμένεται να συρρικνώσουν περαιτέρω την δυνητική κατανάλωση.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το εύρημα της έρευνας σύμφωνα με το οποίο οι συντάξεις για το 51,8% των νοικοκυριών αποτελούν την κυριότερη πηγή εισοδήματος ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2012 ήταν 42,3%. Αν μάλιστα συνδυαστεί με το γεγονός ότι τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος ανέρχονται μόλις στο 6,1% (από 12,6% το 2012) γίνεται εμφανής η σοβαρή συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Το πρόβλημα της υπερχρέωσης, της φτώχειας και της κοινωνικής αποστέρησης στην Ελλάδα υπήρξε αντικείμενο εκτεταμένου διαλόγου στην πρόσφατη επίσκεψη εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ στη χώρα.
Στις συναντήσεις με τους κοινωνικούς εταίρους που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου 2015, υπογραμμίστηκε η ανάγκη να αποκατασταθεί σύντομα η μακροοικονομική ισορροπία με ταχεία συμφωνία για την απομείωση του χρέους και να ληφθούν μέτρα για την κοινωνική συνοχή και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση θα κληθεί να λάβει μέτρα που θα πρέπει να ισορροπούν ανάμεσα στο στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας και στην αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων. Οι θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ παραμένουν σταθερά υπέρ της παράλληλης διαμόρφωσης ενός εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση με κίνητρα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και την απασχόληση και ενός πλαισίου ρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και δε θα εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας:
ΕΙΣΟΔΗΜΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαβιούν με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (36,3% δηλώνουν εισόδημα <10,000€). Η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας συνεχίστηκε και το 2015, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με το 2013 και το 2014.
Το 15,2% των νοικοκυριών δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που συνάδει με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα (το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος, ΕΛΣΤΑΤ). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500€, το 15,2% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 52,9% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Περίπου τα 2/3 των νοικοκυριών (64,1%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην, ενώ πάνω από τα μισά νοικοκυριά (56,5%) αδυνατούν να καλύψουν επαρκώς τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας και να εξασφαλίσουν ικανοποιητικό επίπεδο θέρμανσης (δείκτης κοινωνικής αποστέρησης). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μονομελή και τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα επιβίωσης.
Το 94,2% των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης, με σαφέστατη την τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ του 1% του πληθυσμού. Μάλιστα, μείωση εισοδημάτων καταγράφηκε και μέσα στο 2015 για το 77,9% των νοικοκυριών.
Αποθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν συντριπτικά αρνητικές, καθώς το 70% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης (μόνο το 5,1 αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Μάλιστα, το αίσθημα διάψευσης και χαμηλών προσδοκιών προκύπτει και από την τάση αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που δηλώνει ότι μπορεί να ζήσει με χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα. Τούτο συναρτάται με τις προβολές των νοικοκυριών σχετικά με την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις.
Το 33,9% των νοικοκυριών, δηλαδή πάνω από 1 εκ. νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας αγγίζει το 80% του συνολικού αριθμού των ανέργων.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος ανέρχονται μόλις στο 6,1% (από 12,6% το 2012), γεγονός που καταδεικνύει τη σοβαρή συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία ενδεχομένως αποδίδεται στην αύξηση της ολιγοπώλησης της αγοράς και της συγκέντρωσης μεριδίων σε λιγότερους και ισχυρότερους παίκτες.
Αντίστοιχα, διατηρείται το ανησυχητικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο οι συντάξεις αποτελούν για το 51,8% των νοικοκυριών την κυριότερη πηγή εισοδήματος. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 42,3% το 2012.
1 στα 5 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ μόνο το 16,4% των οφειλετών έχει καταφέρει να υπαχθεί στη ρύθμιση των 100 δόσεων. Το 12,5% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες.
Το 42,8% των νοικοκυριών διατηρεί αρνητικές προσδοκίες συνολικά ως προς την δυνατότητά του να καλύψει βασικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος (Διάγραμμα 5). Είναι ενδεικτικό ότι 1 στα 2 νοικοκυριά που στηρίζονται στη σύνταξη δηλώνουν απαισιόδοξα ως προς την ικανότητά να ανταποκριθούν στις βασικές υποχρεώσεις τους το τρέχον έτος.
Το 29,2% θεωρεί ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις, ενώ ειδικότερα, το 14,7% των νοικοκυριών δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ).
Το 33,7% εκτιμά ότι δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις το επόμενο έτος. 1 στα 4 νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έχουν στεγαστικό δάνειο. Το 15,4% εξ αυτών των οφειλετών έχει καθυστερημένες οφειλές. 1 στα 4 (24,6%) νοικοκυριά εκφράζουν φόβο ότι θα χάσουν το σπίτι τους εξ αιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων).
Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών τα τελευταία 4 χρόνια είτε χρησιμοποιεί χρήματα από αποταμιεύσεις είτε απευθύνεται σε συγγενείς και φίλους για την κάλυψη των υποχρεώσεων του. Το 2015 παρατηρούμε ότι υπάρχει μια μείωση στην χρήση αποταμιεύσεων κατά 6,2%, καθώς είναι εμφανές ότι σταδιακά εξαντλούνται οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, γεγονός που επηρεάζει την καταθετική βάση αρνητικά.
Σημαντική αύξηση, σημείωσε η χρήση του πλαστικού χρήματος για την κάλυψη των υποχρεώσεων του νοικοκυριού. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και ως απόρροια της μείωσης της καταθετικής βάσης, αλλά και της επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών. Η χρήση πιστωτικής κάρτας αυξήθηκε από το 15,8% το 2012 στο 31% το 2015.
Συνεχίζεται η κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης καθώς σχεδόν στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών σημειώνεται αρνητικό ισοζύγιο (ένδυση- υπόδηση, δώρα, έξοδοι σε εστιατόρια-καφέ-μπαρ, ταξίδια, οικιακά είδη κα).
Αρνητικό γεγονός αποτελεί το εύρημα ότι τα νοικοκυριά αύξησαν για δεύτερο συνεχόμενο έτος την ιδιωτική τους δαπάνη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, λόγω προφανώς της αύξησης της ιδιωτικής συμμετοχής και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης στην υγεία. Θετικό ισοζύγιο δαπάνης εμφανίζουν για πρώτη φορά οι δαπάνες για εκπαίδευση και για λογαριασμούς ΔΕΚΟ. Η τάση αυτή διεύρυνσης της δαπάνης για την εξασφάλιση αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα (υγεία, εκπαίδευση, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας) αποτελεί εν δυνάμει συντελεστή διάρρηξης του κοινωνικού ιστού και θα πρέπει να αναστραφεί.
Το 70,1% των νοικοκυριών δηλώνει ότι θα αντιμετωπίσει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα αν αυξηθούν οι τιμές στα είδη διατροφής που καταναλώνει. Είναι προφανές ότι η αύξηση του ΦΠΑ που αποφασίστηκε το προηγούμενο εξάμηνο σε ευρύ φάσμα καταναλωτικών αγαθών και τροφίμων από το 13% στο 23% επιδείνωσε τη θέση των νοικοκυριών.
Στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, τουλάχιστον 120,000 νοικοκυριά προμηθεύθηκαν τα βασικά είδη διαβίωσης μέσα από τα κοινωνικά παντοπωλεία/ ή και μέσω της κάρτας σίτισης.
Η συγκεκριμένη έρευνα εντάσσεται στις ετήσιες τακτικές έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (συνεργασία με την εταιρία MARCAE). Έγινε σε δείγμα 1000 αντιπροσωπευτικών νοικοκυριών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας την περίοδο Δεκεμβρίου 2015. Στόχος, η καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εισόδημα, τις δαπάνες των νοικοκυριών, στη ζήτηση καθώς και η αποτύπωση της στάσης των νοικοκυριών σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης και τις φορολογικές και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις.