Σχεδόν οι 8 στους 10 άνεργοι (το 75,4% ή 926.945 άτομα σε σύνολο 1.229.370) παραμένουν σε κατάσταση ανεργίας για διάστημα πάνω από ένα χρόνο παρά την αύξηση της απασχόλησης κατά 1,5% και τη μείωση του γενικού ποσοστού ανεργίας κατά 6,9% που κατέγραψε η Ελληνική Στατιστική Αρχή μεταξύ του γ’ τριμήνου του 2013 και του γ’ τριμήνου του 2014. Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ:
Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 25,5% από 27,2% που ήταν το αντίστοιχο τρίμηνο του ’13. Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας διατηρούν, παρά τη μείωση, οι νέοι ηλικίας έως 24 ετών (στο 49,5% από 57,1%) και ιδιαίτερα οι γυναίκες της ίδιας ηλικιακής κατηγορίας (ποσοστό ανεργίας 56,6% έναντι 62,4% που ήταν στο γ’ τρίμηνο του ’13).
Ο αριθμός των απασχολουμένων έφτασε τα 3.586.885 άτομα με αύξηση κατά 9,5% των θέσεων εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης (το 68,4% έκανε αυτή την επιλογή, διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση). Αύξηση των θέσεων εργασίας καταγράφηκε μόνο στον τομέα των υπηρεσιών (+2,7%) ενώ μειώθηκαν οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα κατά 1,1% και στο δευτερογενή κατά 1,7%.
meλετη eurobank <<Όπως επισημαίνεται στο Δελτίο «7 ημέρες οικονομία» της Eurobank, το δωδεκάμηνο Σεπτεμβρίου 2013 – Σεπτεμβρίου 2014 η πτώση του ποσοστού της ανεργίας από 27,99% στο 25,69% συνοδεύτηκε από αύξηση της απασχόλησης κατά 79,25 χιλ. άτομα, από μείωση της ανεργίας κατά 123,12 χιλ. άτομα και από μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 43,87 χιλ. άτομα.
Αν η αύξηση στην απασχόληση ήταν ίση με τη μείωση της ανεργίας τότε το εργατικό δυναμικό θα παρέμενε σταθερό, η ανεργία ως ποσοστό για τον Σεπτέμβριο θα διαμορφωνόταν στο 25,46% (από 25,69%) και η ετήσια μεταβολή της θα ήταν της τάξης των -2,53 ποσοστιαίων μονάδων (από -2,29).
Η ετήσια μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 43,87 χιλ. άτομα δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού και ως εκ τούτου ο ελληνικός πληθυσμός ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ικανός για εργασία (ηλικιακής ομάδας 15-74 ετών) μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 50,37 χιλ. άτομα.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού και η μείωση του πληθυσμού ικανού προς εργασία οδηγούν στο συμπέρασμα πως το δυνητικό προϊόν της Ελλάδας έχει υποστεί μείωση όχι μόνο λόγω της απαξίωσης του εγχώριου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού αλλά και λόγω μείωσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι η μείωση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας αφορά, τουλάχιστον σε ένα ποσοστό, άτομα υψηλής παραγωγικότητας, δηλαδή άτομα υψηλού μορφωτικού επίπεδου, τότε η εν λόγω μείωση θα έχει επιδράσεις και στην παραγωγικότητα της οικονομίας.