Αντιμέτωποι με αυξήσεις 24,5% κατά μέσο όρο ενδέχεται να βρεθούν οι ενοικιαστές κατοικιών στην Αττική, των οποίων τα μισθωτήρια συμβόλαια λήγουν φέτος, ή το 2025. Στελέχη της αγοράς ακινήτων εκφράζουν την ανησυχία τους για το τι μπορεί να συμβεί τους επόμενους μήνες, καθώς όσοι μίσθωσαν ακίνητο το 2021, είναι πιθανό να κληθούν να πληρώσουν σημαντικά υψηλότερα ενοίκια κατά την ανανέωση του συμβολαίου τους, μετά το πέρας της πρώτης τριετίας. Εξαρτάται από τους ιδιοκτήτες δηλαδή, το κατά πόσο θα επιχειρηθεί να αυξηθεί το ενοίκιο, ή να παραμείνει ανάλογο του 2021, που ήδη είχαν καταγραφεί σημαντικές αυξήσεις σε σχέση με την περίοδο πριν την πανδημία.
Το ζήτημα είναι σοβαρό, καθώς η κλιμάκωση των τιμών των ενοικίων που έχει μεσολαβήσει είναι πολύ μεγάλη. Με βάση τα στοιχεία του δείκτη τιμών SPI του Spitogatos.gr, στην Αττική η μέση αύξηση της ζητούμενης τιμής ενοικίασης έχει διαμορφωθεί σε 24,5% από το τρίτο τρίμηνο του 2021 μέχρι το φετινό τρίτο τρίμηνο. Την μεγαλύτερη αύξηση με 35,4% κατά μέσο όρο καταγράφει η πόλη του Πειραιά, όπου το μέσο ενοίκιο έχει αυξηθεί σε 10,2 ευρώ/τ.μ., από 7,53 ευρώ/τ.μ. που ήταν το 2021. Έτσι, ένα διαμέρισμα των 100 τ.μ. απαιτεί πλέον περίπου 1.000 ευρώ τον μήνα, έναντι 750 ευρώ πριν από τρία χρόνια. Η αύξηση αυτή των 250 ευρώ είναι πολύ σημαντική και δύσκολο να καλυφθεί από ένα νοικοκυριό, λαμβάνοντας υπόψη ότι και η αγοραστική δύναμη έχει παραμείνει στάσιμη, λόγω του κύματος ακρίβειας που έχει μεσολαβήσει. Μεγάλη αύξηση κατά 28,1% σημειώνεται και στα ανατολικά προάστια της Αττικής, όπου η μέση τιμή ενοικίασης διαμορφώνεται πλέον σε 8,87 ευρώ/τ.μ., από 6,9 ευρώ/τ.μ.
Στα βόρεια προάστια, που αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή επιλογή για πολλά νοικοκυριά, ιδίως ανθρώπους που εργάζονται σε κάποιο από τα εκατοντάδες γραφεία που φιλοξενούνται στην περιοχή, το μέσο ενοίκιο αγγίζει σήμερα τα 11,3 ευρώ/τ.μ., μια αύξηση κατά 19,3% σε σχέση με τα 9,47 ευρώ/τ.μ. που ίσχυαν πριν από τρία χρόνια. Έτσι, ένα ανακαινισμένο, ή σύγχρονο διαμέρισμα εκμισθώνεται σήμερα αντί 1.100 ευρώ/τ.μ. περίπου, σε σχέση με τα περίπου 900 – 950 ευρώ/τ.μ. πριν από τρία χρόνια.
Αυξήσεις κατά 19% καταγράφονται αντίστοιχα και στα διαμερίσματα του κέντρου της Αθήνας και των νοτίων προαστίων. Στο κέντρο της πόλης, η μέση ζητούμενη τιμή διαμορφώνεται σε 10,7 ευρώ/τ.μ., από 9 ευρώ/τ.μ. πριν από τρία χρόνια. Αντίστοιχα, στα νότια, το μέσο ενοίκιο ανέρχεται πλέον σε 12,85 ευρώ/τ.μ. έχοντας καταγράψει αύξηση κατά 26% συγκριτικά με το 2021.
Πρόκειται για ποσά που δύσκολα μπορούν να διατεθούν από εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα σήμερα, εκτός κι αν πρόκειται για στελέχη που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ή έστω έχουν κι άλλες ροές εσόδων. Αντίστοιχα, ίσως αν επιχειρηθούν τέτοιες αυξήσεις από τους ιδιοκτήτες, στο πλαίσιο της ανανέωσης των μισθωτηρίων, να είναι πιο συμφέρον για κάποιον να αναζητήσει ακίνητο για αγορά, καθώς η δόση του στεγαστικού δανείου μπορεί να είναι αρκετά χαμηλότερη. Παράλληλα, όπως προειδοποιούν τα στελέχη της κτηματαγοράς, αλλά και οι ενώσεις των ιδιοκτητών, είναι προτιμότερο να εισπράττει κανείς ένα μικρότερο ενοίκιο, αλλά χωρίς προβλήματα, παρά να εξασφαλίσει ένα υψηλότερο συμβόλαιο, με αμφίβολη προοπτική έγκαιρων πληρωμών, λόγω του μεγάλου ύψους του ενοικίου. Σημειώνουν δε ότι η διαδικασία έξωσης σε περίπτωση απλήρωτων οφειλών, απαιτεί κάποιους μήνες, κατά τους οποίους το ακίνητο δεν θα αποδίδει τίποτα, με αποτέλεσμα τελικά να είναι πολύ πιο συμφέρον να διατηρηθεί ο νυν μισθωτής, χωρίς μεγάλη αύξηση. Ακόμα κι αν ο μισθωτής δεχθεί μια αύξηση κατά 20-25% μετά από τρία χρόνια, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση νέου και φθηνότερου ακινήτου, ή ακινήτου προς αγορά, κάτι που σημαίνει ότι το ακίνητο θα μείνει επίσης κενό για κάποιο διάστημα, εκμηδενίζοντας και πάλι το όποιο πρόσκαιρο κέρδος από μια αύξηση.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα κατάσταση στις τιμές των ενοικίων στην Αττική είναι μη βιώσιμη, αν δεν αυξηθούν σημαντικά τα εισοδήματα των νοικοκυριών, ή αν δεν μειωθούν τα ενοίκια. Με δεδομένο ότι το δεύτερο φαντάζει μη ρεαλιστικό σήμερα, λόγω της μεγάλης έλλειψης προσφοράς, είναι προφανές ότι χρειάζονται σημαντικές πρωτοβουλίες για την άνοδο της αγοραστικής δύναμης. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat από το 2009 μέχρι το 2023, τα πραγματικά ωρομίσθια στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 23,7%, που αποτελεί και την χειρότερη επίδοση πανευρωπαϊκά. Αντιθέτως, τα ενοίκια βρίσκονται πλέον στο επίπεδο του 2009 και σε κάποιες περιπτώσεις και ακόμα υψηλότερα. Διαμορφώνεται λοιπόν μια κατάσταση που σε πολλές περιπτώσεις, είναι ήδη αδιέξοδη.