Περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ τον μήνα κοστίζει πλέον στα ελληνικά νοικοκυριά αύξηση των τιμών των τροφίμων κατά 25% στη διετία Μάιος 2021-Μάιος 2023.
Τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα έχουν πληγεί περισσότερο καθώς πλέον αναγκάζονται να διαθέσουν ακόμη και πάνω από το ένα τέταρτο του μηνιαίου εισοδήματός τους για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες, χωρίς να προχωρήσουν σε περικοπές αγορών. Η έκταση που λαμβάνει πλέον η ακρίβεια στα τρόφιμα θα υποχρεώσει την επόμενη κυβέρνηση να εξετάσει και πάλι μέτρα στήριξης των πιο αδύναμων νοικοκυριών, καθώς μετά και τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που έδειξαν αύξηση των τιμών τον Μάιο συγκριτικά με τον Απρίλιο (κατά 1,8%) δεν είναι ξεκάθαρο αν έχει κλείσει ο κύκλος των αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων ή αν θα έχουμε και συνέχεια εν όψει και της αυξημένης ζήτησης κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών λόγω και του τουρισμού.
Τα ποσοστά εισοδήματος για τρόφιμα
Τα ποσοστά του εισοδήματος που διαθέτει το κάθε νοικοκυριό προκειμένου να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες αποτυπώνονται στις ετήσιες έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οι οποίες με τη σειρά τους λαμβάνονται υπόψη για να διαμορφώνεται το «καλάθι» του πληθωρισμού. Η τελευταία έρευνα στηρίχτηκε σε στοιχεία που αφορούσαν περίοδο πριν από τα μέσα του 2021, όταν και ξεκίνησε το κύμα ακρίβειας στην αγορά.
Έτσι, είναι βάσιμο να συμπεράνει κανείς ότι η δαπάνη που καταγράφεται στην έρευνα του οικογενειακού προϋπολογισμού έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 25%. Τι αποτυπώνει αυτό το ποσοστό; Τη μεταβολή του κλαδικού δείκτη τιμών τροφίμων από τον Μάιο του 2021 μέχρι και τον Μάιο του 2023. Και επειδή ο συγκεκριμένος κλαδικός δείκτης τιμών έχει στηριχτεί στην έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, τα μεγέθη είναι απολύτως συγκρίσιμα. Αυξάνοντας κατά 25% τη δαπάνη που έχει καταγραφεί στην έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, γίνεται μια προσέγγιση της αντίστοιχης δαπάνης που πρέπει να γίνεται σήμερα, άρα και της επιβάρυνσης που έχει προκύψει για τα ελληνικά νοικοκυριά.
H μέση δαπάνη για τα τρόφιμα των περίπου 4,1 εκατομμυρίων νοικοκυριών σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών (σ.σ.: τα νεότερα στοιχεία θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο) ήταν 308 ευρώ τον μήνα. Άρα, για την αγορά των ίδιων προϊόντων σήμερα -και με δεδομένη την ανατίμηση κατά 25%- απαιτούνται περίπου 385 ευρώ, ενώ όσο συνεχίζονται οι αυξήσεις τόσο ανεβαίνει και ο συνολικός λογαριασμός. Κατά συνέπεια, για την αγορά των ίδιων προϊόντων με τα οποία γέμιζαν κάθε μήνα τα καλάθια των νοικοκυριών το 2021 απαιτούνταν 1,25 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση και πλέον ο λογαριασμός έχει ανέβει στο 1,56 δισ. ευρώ.
Η μηνιαία επιβάρυνση διαμορφώνεται στα 313 εκατ. ευρώ, ενώ οι λύσεις για να αντιμετωπιστεί αυτή επιβάρυνση είναι πολύ συγκεκριμένες:
Να υπάρξουν μόνιμες αυξήσεις στο εισόδημα, κάτι όμως που προς το παρόν δεν έχει συμβεί. Αυξήσεις (και όχι 25%) έχουν δει τα τελευταία δύο χρόνια στο εισόδημά τους μόνο οι δικαιούχοι του κατώτατου μισθού και οι συνταξιούχοι με αρνητική προσωπική διαφορά. Σταδιακά, αυξήσεις αρχίζουν πλέον να δίδονται και στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα (πλην κατώτατου μισθού) καθώς υπογράφονται νέες κλαδικές συμβάσεις. Προς το παρόν καμία αύξηση δεν έχει δοθεί στο Δημόσιο.
Να καλυφθεί η επιπλέον δαπάνη με μέτρα έκτακτου χαρακτήρα τύπου market pass. To συγκεκριμένο μέτρο που νομοθετήθηκε στις αρχές του χρόνου ολοκληρώνεται, καθώς μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα δρομολογηθούν και οι τελευταίες πιστώσεις. Όμως, επειδή η ακρίβεια στα τρόφιμα συνεχίζεται και διογκώνεται είναι πολύ πιθανό το θέμα επέκτασης του μέτρου να τεθεί υπό συζήτηση από την επόμενη κυβέρνηση.
Να ληφθούν μέτρα αντιστροφής των αυξήσεων (σ.σ.: σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για τη μείωση του ΦΠΑ, ένα μέτρο για το οποίο έχουν κατατεθεί εκ διαμέτρου αντίθετα επιχειρήματα στο πλαίσιο της προεκλογικής συζήτησης). Οι εκπρόσωποι του κλάδου των τροφίμων εκτιμούν ότι με τα σημερινά δεδομένα, χαμηλότερες τιμές θα αρχίσουν να φαίνονται στην αγορά όταν εξαντληθούν τα αποθέματα που έχουν αποκτηθεί σε πολύ υψηλές τιμές και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν νέες αναταραχές στις διεθνείς αγορές.
Να αλλάξει το μίγμα των αγορών από τα ίδια τα νοικοκυριά. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ήδη τις εταιρείες τροφίμων, καθώς πολύμηνη παράταση της ακρίβειας στα τρόφιμα είναι δεδομένο ότι θα δημιουργήσει νέες καταναλωτικές τάσεις, όσο και αν θεωρείται «ανελαστική» η δαπάνη των τροφίμων.
Η έρευνα αποτυπώνει και ένα ακόμη στοιχείο. Το ότι πλήττονται πολύ περισσότερο από τις ακριβές τιμές τα φτωχότερα νοικοκυριά. Αυτό ποσοτικοποιείται ως εξής: Τα φτωχότερα νοικοκυριά (σ.σ.: αυτά με εισόδημα μέχρι και 1.100 ευρώ τον μήνα και τα οποία είναι περίπου 1,1 εκατομμύριο στην Ελλάδα με βάση τα δεδομένα της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών) καλούνταν να διαθέσουν προτού ξεκινήσει το ράλι τιμών το 20%-22% του εισοδήματός τους για τα τρόφιμα.
Με αύξηση του λογαριασμού κατά 25% πρέπει να διαθέσουν το 25%-28% αν δεν υπάρξει αύξηση εισοδήματος. Αντίθετα, στα μεγαλύτερα εισοδήματα (π.χ. στα 700.000 νοικοκυριά με εισόδημα άνω των 3.500 ευρώ), η αναλογία για τα τρόφιμα ήταν γύρω στο 12% πριν από την κρίση και τώρα είναι στο 15%.
Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι οι αυξήσεις στα τρόφιμα, μεταξύ άλλων, λειτουργούν και ως μηχανισμός διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων.