Πακέτο προεκλογικών παροχών και διευκολύνσεων, το οποίο αφορά εκατομμύρια οφειλέτες του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, περίπου 1.000.000 συνταξιούχους και πάνω από 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι εξαγγελίες θα εξειδικευτούν σήμερα, στις 11 π.μ., από τους υπουργούς Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Κωστή Χατζηδάκη, τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη και τον υφυπουργό Οικονομικών Απόστολο Βεσυρόπουλο.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο πρωθυπουργός, όσοι οφειλέτες του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων απώλεσαν τις ρυθμίσεις των 100 και 120 μηνιαίων δόσεων, οι οποίες είχαν νομοθετηθεί από τα έτη 2015 και 2019, καθώς και όσοι οφειλέτες τέθηκαν εκτός της ρύθμισης των 36 και 72 μηνιαίων δόσεων που νομοθετήθηκε το 2021, για τις οφειλές της περιόδου της πανδημίας του κορωνοϊού, θα έχουν μία ακόμη ευκαιρία επανένταξης στις ρυθμίσεις αυτές, εφόσον πληρώσουν τουλάχιστον δύο μηνιαίες δόσεις από αυτές που δεν κατάφεραν να εξοφλήσουν εμπρόθεσμα. Επιπλέον, βάσει των όσων ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, «θα υπάρξει και ένα νέο σχήμα 36-72 δόσεων για συνεπείς πολίτες που δημιούργησαν νέες οφειλές τα τελευταία χρόνια». Στόχος, όπως διευκρίνισε, είναι να διευκολυνθούν οι φορολογούμενοι που δυσκολεύονται μετά την πανδημία.
Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε, επίσης, την καταβολή εκτάκτου βοηθήματος 200 έως 300 ευρώ σε περίπου 1.000.000 συνταξιούχους (κόστους 300 εκατ. ευρώ) που πρόσφατα δεν έλαβαν καθόλου αυξήσεις ή έλαβαν πολύ μικρές αυξήσεις, καθώς και την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου γεωργικής χρήσης για όλο το 2023 στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπήρχαν μέχρι χθες το απόγευμα:
- Η αναβίωση των παλαιών ρυθμίσεων των 100 και 120 δόσεων θα γίνει εν μέρει υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των αρχικών ρυθμίσεων για την υπολειπόμενη οφειλή. Κατ’ αρχήν, όποιος θέλει να επανενταχθεί θα καλείται να πληρώσει μαζεμένες δύο ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες δόσεις της ρύθμισης, δηλαδή τουλάχιστον δύο από τις δόσεις που έχασε. Οι υπόλοιπες δόσεις που χάθηκαν θα προστίθενται στο τέλος της αρχικής περιόδου της ρύθμισης. Για παράδειγμα, εάν κάποιος οφειλέτης δεν έχει πληρώσει 15 δόσεις μιας ρύθμισης 120 δόσεων, εφόσον πληρώσει τουλάχιστον δύο δόσεις θα επανεντάσσεται ξεκινώντας από τη δόση που θα πλήρωνε κανονικά εάν ήταν συνεπής και οι υπόλοιπες 13 μηνιαίες δόσεις που θα έχουν παραμείνει απλήρωτες θα προστίθενται στο τέλος της χρονικής περιόδου της αρχικής ρύθμισης. Δηλαδή, η χρονική περίοδος εξόφλησης του χρέους, όπως είχε προσδιοριστεί με την αρχική ρύθμιση, θα επεκτείνεται κατά το χρονικό διάστημα που αναλογεί στις απλήρωτες δόσεις. Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση των 120 δόσεων που εφάρμοσε η κυβέρνηση είχαν ενταχθεί πάνω από 600.000 φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Στην πορεία, ωστόσο, αρκετοί και για διάφορους λόγους απώλεσαν τη ρύθμιση.
- Ανάλογος τρόπος αναβίωσης (πληρωμή τουλάχιστον δύο χαμένων, ληξιπρόθεσμων μηνιαίων δόσεων και προσθήκη των υπόλοιπων απλήρωτων δόσεων στο τέλος της κανονικής περιόδου της αρχικής ρύθμισης) θα ισχύσει και για όσους έχασαν τις ρυθμίσεις των 36 άτοκων ή των 72 έντοκων μηνιαίων δόσεων για τα φορολογικά και ασφαλιστικά χρέη της περιόδου της πανδημίας. Οι ρυθμίσεις εκείνες αφορούσαν οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία που βεβαιώθηκαν το διάστημα από την 1η Μαρτίου 2020 έως και την 31η Ιουλίου 2021. Προέβλεπαν δε την εξόφληση των οφειλών αυτών σε έως και 36 άτοκες μηνιαίες δόσεις ή σε έως και 72 μηνιαίες δόσεις με επιτόκιο 2,5%. Στη ρύθμιση μπορούσαν να ενταχθούν φυσικά και νομικά πρόσωπα πληγέντα από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης ήταν 30 ευρώ για οφειλές ύψους έως 1.000 ευρώ και 50 ευρώ εάν το ύψος των οφειλών ήταν μεγαλύτερο.
- Για τους φορολογούμενους που έχουν εξοφλήσει ολοσχερώς ή έχουν τακτοποιήσει σε μηνιαίες δόσεις όλα τα φορολογικά και ασφαλιστικά χρέη τους, τα οποία είχαν δημιουργηθεί έως και τον Ιούλιο του 2021, αλλά λόγω της ενεργειακής κρίσης και της συνεπακόλουθης ακρίβειας έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με μεγάλο ύψος νέων οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, θα νομοθετηθούν καινούργιες ρυθμίσεις 36 ατόκων ή 72 εντόκων μηνιαίων δόσεων, όμοιες με αυτές που θεσπίστηκαν για τις οφειλές κατά την περίοδο της πανδημίας.
- Στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους θα επιστραφεί για όλο το τρέχον έτος ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που αντιστοιχεί στο πετρέλαιο κίνησης το οποίο χρησιμοποιούν για να εξυπηρετήσουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους με κόστος 76 εκατ. ευρώ. Δικαιούχοι επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης θα είναι τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν εγγραφεί στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων και τους έχει αποδοθεί η ιδιότητα του «επαγγελματία αγρότη» ή του «επαγγελματία αγρότη ως νεοεισερχόμενου στον αγροτικό τομέα». Η επιστροφή του ΕΦΚ θα είναι ουσιαστικά ο ΕΦΚ που αναλογεί στην ποσότητα λίτρων πετρελαίου, την οποία τα συναρμόδια υπουργεία θα εκτιμήσουν ότι αντιστοιχεί, ετησίως, στην κατανάλωση που απαιτεί το μέγεθος και το είδος κάθε καλλιέργειας φυτικού προϊόντος ή ο αριθμός και το είδος κάθε εκτρεφόμενου ζώου. Το ποσό που θα επιστραφεί θα ανέρχεται σε 0,41 ευρώ ανά λίτρο εκτιμώμενης ετήσιας ποσότητας κατανάλωσης αγροτικού πετρελαίου. Π.χ., για καλλιέργεια 100 στρεμμάτων σκληρού σιταριού, εάν η μέγιστη ποσότητα πετρελαίου οριστεί στα 1.600 λίτρα, με συντελεστή ΕΦΚ 0,41 ευρώ ανά λίτρο, ο παραγωγός θα πάρει ως επιστροφή 656 ευρώ.
Έκτακτο βοήθημα λόγω προσωπικής διαφοράς
Εντός της άνοιξης θα καταβληθεί έκτακτη οικονομική ενίσχυση 200 έως 300 ευρώ σε: α) 900.000 συνταξιούχους που δεν έλαβαν καθόλου αύξηση στις συντάξεις τους από την 1η Ιανουαρίου 2023, με την ενεργοποίηση του νόμου Κατρούγκαλου, επειδή τα ποσά της «προσωπικής διαφοράς», που περιλαμβάνουν οι συντάξεις τους, υπερέβαιναν κατά πολύ τα ποσά των αυξήσεων που δόθηκαν και ως εκ τούτου απορροφήθηκαν πλήρως από την «προσωπική διαφορά» και β) τουλάχιστον άλλους 100.000 συνταξιούχους που έλαβαν πολύ μικρές αυξήσεις, λόγω του ότι τα ποσά της «προσωπικής διαφοράς» των συντάξεών τους ήταν ελάχιστα μικρότερα από τα συνολικά ποσά της αυξήσεων, με συνέπεια ο συμψηφισμός των δύο ποσών να αφήσει στους συγκεκριμένους συνταξιούχους πολύ μικρά υπόλοιπα αυξήσεων.