Kάθε Έλληνας χρωστάει 30.000 ευρώ στους δανειστές

Πριν από μερικά χρόνια, ο ΣΕΒ ανέδειξε το θέμα του επενδυτικού κενού ύψους 100 δισ. ευρώ, που θα πρέπει να καλυφθεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα για να επανέλθει η χώρα στην ισχυρή ανάπτυξη, χωρίς δανεικά αυτή την φορά.

Η Ελλάδα, όμως, έχει ελλείμματα και στις επενδύσεις στο περιβάλλον, στις επαγγελματικές και γνωστικές δεξιότητες του πληθυσμού, και, τέλος, στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, που προσδιορίζουν, σε τελική ανάλυση, το επίπεδο ευρύτερης κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, αυτό που στο εξωτερικό ορίζεται ως inclusive growth, δηλαδή βιώσιμη ανάπτυξη για όλους.

Στην σημερινή συγκυρία, η κατάσταση για το μέλλον της ευημερίας των Ελλήνων δεν είναι ρόδινη. Όσον αφορά στη βιωσιμότητα του επιπέδου ευημερίας της χώρας μας στο μέλλον συγκριτικά με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία (35η), όταν χρησιμοποιούνται συνδυαστικά όλοι οι δείκτες που αναφέρονται στη συσσώρευση πόρων μέσω επενδύσεων σε φυσικό, ανθρώπινο, οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο.

Στην προτελευταία θέση βρίσκεται η Πορτογαλία, ενώ χώρες όπως, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία βρίσκονται στην 5η, 6η και 12η θέση από το τέλος, με τις Σκανδιναβικές χώρες στις τέσσερις πρώτες θέσεις, με πρωταθλήτρια τη Σουηδία. Χαρακτηριστικό των χωρών στην κορυφή της κατάταξης είναι η ισόρροπη ανάπτυξη και των τεσσάρων μορφών κεφαλαίου, κάτι που δεν χαρακτηρίζει χώρες προς τις τελευταίες θέσεις της κατάταξης.

Η Ελλάδα έχει μια καλύτερη σχετικά θέση στο φυσικό κεφάλαιο (13η από το τέλος), λόγω του προτύπου της ήπιας, και λιγότερο επιβαρυντικής για το περιβάλλον, ακολουθούμενης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να παραβλέπεται και η επίπτωση της τεράστιας ύφεσης που έπληξε τη χώρα.

Έχει, επίσης, τη χειρότερη σχετικά θέση στο οικονομικό κεφάλαιο (1η από το τέλος), λόγω της υπερχρέωσης της χώρας στο εξωτερικό και της κατάρρευσης των επενδύσεων και της τραπεζικής χρηματοδότησης τα προηγούμενα χρόνια, ενώ βρίσκεται στην 4η και την 5η θέση από το τέλος στο κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο αντιστοίχως, αποτέλεσμα, κυρίως, της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς και της χαμηλής ποιότητας των επαγγελματικών και γνωστικών δεξιοτήτων του πληθυσμού αντιστοίχως.

Με τα ανωτέρω δεδομένα, τα αρχικά σημεία εκκίνησης, αν και αποκαλύπτουν πολλά για την πορεία μιας χώρας μέχρι σήμερα, και τις δυνατότητες ευημερίας που έχει στο μέλλον, δεν σημαίνουν και έλλειψη επιλογών, όσον αφορά στη διασφάλιση ευνοϊκών παραγόντων που οδηγούν στη διαχρονική και ισόρροπη αύξηση των επενδύσεων στις τέσσερις μορφές κεφαλαίου ως ανωτέρω.

Είναι εκ των ων ουκ άνευ, λοιπόν, η κατάστρωση μιας εθνικής στρατηγικής για τη δυναμική οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της χώρας, δίδοντας έμφαση στους δείκτες με τη μεγαλύτερη υστέρηση. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά τις αλυσίδες που μας κρατούν δεμένους στη μετριότητα.

Θα φτιάξουν τα πράγματα στο μέλλον;

Για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας χώρας και της μελλοντικής ευημερίας των πολιτών της, η ανάλυση του ΟΟΣΑ How’s life, 2017 (Μάιος 2018) επικεντρώνεται σε δείκτες που αφορούν στη διαθεσιμότητα κεφαλαιακών αποθεμάτων φυσικών, ανθρώπινων, οικονομικών και κοινωνικών πόρων. Οι 4 αυτές κατηγορίες κεφαλαίου είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται το μέλλον μιας κοινωνίας.

Η εξασφάλιση υψηλής ποσότητας και ποιότητας πόρων, και οι θεσμοί με τους οποίους οι πόροι αυτοί παράγουν αποτέλεσμα, είναι το κύριο αντικείμενο της κυβερνητικής πολιτικής σε μια χώρα. Ιδανικά, κάθε κυβέρνηση καλείται να δράσει για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της, όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Και, βεβαίως, ο τρόπος που διαχειρίζεται μια κυβέρνηση τη διαγενεακή κατανομή των πόρων αναδεικνύει και την ποιότητα της διακυβέρνησης.

Ο εκλογικός κύκλος έχει περιορισμένη διάρκεια, όπως επιβάλλεται να γίνεται στις δημοκρατίες, και, ως εκ τούτου, πολλές φορές οι κυβερνήσεις δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη βραχυπρόθεσμη περίοδο για να επανεκλεγούν, σε βάρος, όμως, των μακροχρόνιων συμφερόντων των επόμενων γενεών.

Δεν είναι τυχαίο που κυβερνήσεις δανείζονται πολλές φορές για να χρηματοδοτήσουν τρέχουσες ανάγκες (κατανάλωση), μεταφέροντας έτσι μελλοντική κατανάλωση στο παρόν, ή, διαφορετικά ειπωμένο, μετακυλίοντας τα βάρη εξυπηρέτησης του χρέους στο μέλλον, επιβαρύνοντας, έτσι, το βιοτικό επίπεδο μελλοντικών γενεών.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, όπου η εξυπηρέτηση του χρέους επιβάλλει, και στη σημερινή αλλά, κυρίως, στις μελλοντικές γενιές, μια μόνιμη λιτότητα λόγω της εφήμερης ευημερίας της δεκαετίας 2000-2009, που χρηματοδοτήθηκε, εν πολλοίς, με υπερδανεισμό.

Είναι, συνεπώς, σημαντικό οι κυβερνήσεις να δημιουργούν θεσμούς, να παράγουν ποιοτικά δημόσια αγαθά και να λαμβάνουν μέτρα πολιτικής μακροχρόνιου χαρακτήρα και να κρίνονται αναλόγως. Αυτό που ξεχωρίζει τις επιτυχημένες κοινωνίες είναι ακριβώς η μακροχρόνια σταθερότητα και βιωσιμότητα των θεσμών, που εν πολλοίς είναι συνάρτηση του είδους της προετοιμασίας που γίνεται για το μέλλον.

Όσον αφορά στους φυσικούς πόρους, στην πρώτη γραμμή βρίσκονται ζητήματα μόλυνσης του περιβάλλοντος, βιωσιμότητας του υδροφόρου ορίζοντα, αποψίλωσης των δασών και εξαφάνισης έμβιων ειδών, καθώς δίνεται έμφαση στην ποιότητα του περιβάλλοντος που θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας.

Η Ελλάδα εκπέμπει (2015) 8,4 τόνους κατά κεφαλήν αερίων του θερμοκηπίου σε ισοδύναμα CO2 (διοξειδίου του άνθρακα), κατά τη διαδικασία της εγχώριας παραγωγής. Πρόκειται για 6 αέρια συνολικά: διοξείδιο του άνθρακα (CO2), περιλαμβανομένων αερίων από τη χρήση ενέργειας και βιομηχανικών διαδικασιών (π.χ. παραγωγή τσιμέντου), μεθάνιο (CH4) περιλαμβανομένων αερίων από στερεά απόβλητα, κτηνοτροφία, εξόρυξη σκληρού άνθρακα και λιγνίτη, ρυζοκαλλιέργειες, γεωργία και διαρροές από σωλήνες μεταφοράς φυσικού αερίου, διοξείδιο του αζώτου (Ν2Ο) στη χημική βιομηχανία, και άλλα βιομηχανικά αέρια όπως υδροφθοράνθρακες (HFCS), υπερφθοράνθρακες (PFCS) και εξαφθοριούχο θείο (SF6), που σταθμίζονται για τη δυνατότητά τους να προκαλούν «υπερθέρμανση» του πλανήτη.

Οι εκπομπές τέτοιων αερίων είχαν στο παρελθόν (μέσα της δεκαετίας του 2000) ανέλθει και σε 10-12 τόνους κατά κεφαλήν. Η μείωση στη δεκαετία που διανύουμε οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας (-25% μείωση του ΑΕΠ), χωρίς αυτό να αποκλείει και αποκλιμάκωση λόγω αυστηρότερης εφαρμογής περιβαλλοντικών κανόνων.

Σημειώνεται ότι ο μέσος σταθμικός όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ (στάθμιση με βάση τον πληθυσμό) είναι άνω των 12 τόνων κατά κεφαλή, που είναι συνάρτηση, σε μεγάλο βαθμό, της βιομηχανικής ανάπτυξης των χωρών του ΟΟΣΑ.

Σημειώνεται ότι πριν την κρίση (2007), ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 14 τόνοι κατά κεφαλή. Η Ελλάδα, επίσης, στο επίπεδο της κατανάλωσης, «χρεώνεται» με εκπομπές 9,1 τόνων διοξειδίου του άνθρακα κατά κεφαλή, έναντι 11,1 τόνων κατά κεφαλή στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ, με πληθυσμιακή στάθμιση. Αυτό περιλαμβάνει το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία συν αυτό που παράγεται στο εξωτερικό και ενσωματώνεται στις ελληνικές εισαγωγές

Όσον αφορά στα δάση, η Ελλάδα (2014) διαθέτει 3,7 km2 (τετραγωνικά χιλιόμετρα) ή 3700 στρέμματα δασικών εκτάσεων ανά χίλιους κατοίκους, με τα σχετικά μεγέθη να είναι σε ελαφρώς ανοδική πορεία, προφανώς λόγω σταδιακής μείωσης του πληθυσμού στα χρόνια της κρίσης, και παρά την εκδήλωση πυρκαγιών κάθε καλοκαίρι.

Ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ (πληθυσμιακή στάθμιση) ανέρχεται σε 8,5 km2 δασικών εκτάσεων ανά 1000 κατοίκους, με τον Καναδά να διαθέτει 97,5 km2 , την Αυστραλία 52,7 km2 , τη Φινλανδία 40,5 km2 , τη Σουηδία 28,9 km2 , και τη Νορβηγία 23,5 km2 . Σημειώνεται ότι στις ανωτέρω χώρες, όπως και στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, παρατηρείται σχετική αποψίλωση των δασικών εκτάσεων ανά χίλιους κατοίκους στη 10ετία μέχρι το 2014.

Τέτοιοι δείκτες είναι οι γνωστικές δεξιότητες στην ηλικία των 15 ετών, οι δεξιότητες ενηλίκων, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (δείτε περισσότερα εδώ) που ενώ επηρεάζουν το παρόν, αποτελούν, ταυτόχρονα, και παράγοντες κινδύνου για το μέλλον. Εν προκειμένω, το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-34 ετών που έχουν τελειώσει τουλάχιστον τις υψηλότερες βαθμίδες στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (προγράμματα που οδηγούν είτε σε τριτοβάθμια εκπαίδευση είτε σε επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση), ανέρχεται στην Ελλάδα σε 84,5% (έναντι 80,8% του μέσου όρου στους κατοίκους των χωρών του ΟΟΣΑ).

Αν και η χώρα υστερεί σε σχέση με πολλές κεντροευρωπαϊκές χώρες, έχει σημαντικά καλύτερες επιδόσεις από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία 73,9%, Ισπανία 65,3%, Πορτογαλία 69,5%), έχει εφάμιλλες (λίγο καλύτερες) επιδόσεις με τις Σκανδιναβικές χώρες (Δανία 83,4%, Σουηδία 83,1%, Νορβηγία 81,2%), με την εξαίρεση της Φινλανδίας (90,1%) που διαθέτει ένα από τα πιο προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο. Σημειώνεται, τέλος, ότι ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά περιλαμβάνονται ο Καναδάς (93,1%), οι ΗΠΑ (91,5%), το Ισραήλ (91,8%), η Ελβετία (91,4%), καθώς και χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ (Πολωνία 94,2%, Τσεχία 93,4%, Σλοβακία 93,4%, και Σλοβενία 94,1%), με την Κορέα (98,3%) να κατέχει τα σκήπτρα στον κόσμο.

Δείτε επίσης x

scroll to top

Συνεχίζοντας την περιήγησή σας στο e-dimosio.gr συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close