Ως την κορυφαία και «πλέον εμβληματική πράξη με την οποία υπηρετούμε τον βασικό μας στόχο για την ενίσχυση της θέσης και του εισοδήματος των εργαζομένων» χαρακτηρίζει η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κυρία Αχτσιόγλου σημειώνει ότι πέραν της αύξησης του κατώτατου μισθού, έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την προστασία των εργατικών δικαιωμάτων, όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας αποκαλύπτει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση «συνολικά 24 επιδόματα που συνδέονται με αυτόν και τα οποία στηρίζουν περισσότερους από 280.000 συμπολίτες μας», ενώ αναφερόμενη στη Συμφωνία των Πρεσπών τονίζει ότι επιλύει ιστορικές εκκρεμότητες.
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφης Αχτσιόγλου
Ερ.: Μια νέα, οριακή πάντως, πλειοψηφία αποτυπώθηκε στην ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Μπορεί να αποδειχθεί επαρκής για την εξάντληση της τετραετίας, κ. υπουργέ;
Απ.: Γνωρίζετε ότι η αναζήτηση ψήφου εμπιστοσύνης, μετά την αποχώρηση του κ. Καμμένου από την κυβέρνηση, δεν ήταν συνταγματικά αναγκαία για να συνεχίσουμε το έργο μας. Ήταν όμως για εμάς πολιτικά απαραίτητη για να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση και κανένας κλονισμός στην πορεία μας. Η Βουλή ανανέωσε κατά απόλυτη πλειοψηφία την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση, ώστε να ολοκληρώσει ανεμπόδιστα την συνταγματική της θητεία, με ένα σχεδιασμό που είναι ξεκάθαρος και για τους πολίτες αυτής της χώρας αλλά και για τους βουλευτές που επέλεξαν να δώσουν την ψήφο τους. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η σαφής εντολή που λάβαμε όχι μόνο είναι επαρκής αλλά συμπίπτει με τη λαϊκή βούληση.
Ερ.: Ένα μεγάλο κομμάτι των μέτρων με θετικό πρόσημο που θα έλθουν το επόμενο διάστημα, αφορά το Υπουργείο σας. Και πρώτα, η αύξηση του κατώτατου μισθού με την ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου. Πότε θα ληφθεί η σχετική υπουργική απόφαση; Πόσα ευρώ θα είναι η αύξηση στον κατώτατο μισθό;
Απ.: Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών θα πραγματοποιηθεί με υπουργική απόφαση που θα υπογράψω εντός του Ιανουαρίου, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες έχουν πια ολοκληρωθεί, ενώ πριν λίγο καιρό μου παραδόθηκε το πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, το οποίο προτείνει πλήρως τεκμηριωμένα αύξηση με εύρος από 5% έως 10% και το οποίο λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη. Το ακριβές επίπεδο της αύξησης θα ανακοινωθεί από τον πρωθυπουργό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού συνιστά οπωσδήποτε την κορυφαία και πλέον εμβληματική πράξη με την οποία υπηρετούμε το βασικό μας στόχο για την ενίσχυση της θέσης και του εισοδήματος των εργαζομένων, δεν είναι όμως η μόνη. Σε αυτό συμβάλει ήδη η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα, που κάναμε πράξη πριν λίγους μήνες, αλλά και σειρά μέτρων προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων που εισηγηθήκαμε και ψήφισε η Βουλή. Αναμφίβολα βέβαια η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή σελίδας για την ελληνική οικονομία και τους εργαζόμενους αυτού του τόπου.
Ερ.: Η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα συμπαρασύρει προς τα πάνω μια σειρά επιδομάτων. Ποια είναι τα κυριότερα από αυτά;
Απ.: Πράγματι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά 24 επιδόματα που συνδέονται με αυτόν και τα οποία στηρίζουν περισσότερους από 280.000 συμπολίτες μας. Τα κυριότερα από αυτά είναι το επίδομα ανεργίας, η παροχή μητρότητας, το εποχικό επίδομα, η αποζημίωση ασκουμένων σπουδαστών, το επίδομα επίσχεσης εργασίας ή διακοπής εργασιών της επιχείρησης και το επίδομα διαθεσιμότητας.
Ερ.: Η αντιπολίτευση σας κατηγορεί για παροχές και προεκλογική παροχολογία, χωρίς, επιπλέον, όπως υποστηρίζει, να έχετε «ζυγίσει» τι αντέχει η οικονομία. Η επιστροφή στην προ μνημονίων εποχή μήπως σημαίνει και επιστροφή σε παλιές… αμαρτίες;
Απ.: Η κριτική που ασκείται από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι βαθιά προσβλητική για τους ανθρώπους του μόχθου είναι όμως και αλλοπρόσαλλη. Είναι προσβλητική γιατί υποβαθμίζει τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας σε υποτιθέμενους προεκλογικούς τακτικισμούς που η ίδια φαντασιώνεται. Είναι παροχολογία η αύξηση του κατώτατου μισθού, η ρύθμιση οφειλών για τους επαγγελματίες που λόγω οικονομικών δυσχερειών σώρευσαν χρέη την περίοδο της κρίσης; Είναι παροχολογία η αύξηση συντάξεων για 620.000 χαμηλοσυνταξιούχους που είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται την περίοδο 2010- 2014; Είναι παροχολογία η θέσπιση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και ενίσχυσης των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματιών για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του στεγαστικού τους δανείου ή ενοικίου;
Είναι λοιπόν προσβλητική για τους ανθρώπους του μόχθου αυτή η κριτική. Είναι όμως και αλλοπρόσαλλη. Σχεδόν για κάθε θέμα η ΝΔ καταστροφολογεί ασύστολα επενδύοντας συνήθως σε ψευδείς ειδήσεις και όταν φτάσει στο απώτατο σημείο της διάψευσης, τότε μιλά για παροχολογία. Η πλέον χαρακτηριστική ήταν η στάση της για το θέμα του ασφαλιστικού: την ώρα που ανατάσσαμε το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μετατρέπαμε το έλλειμμα του σε πλεόνασμα, και ελαφραίναμε τη συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών από τις εισφορές τους, η ΝΔ καταστροφολογούσε ακατάπαυστα μιλώντας για κατάρρευση του ΕΦΚΑ, αφαίμαξη των επαγγελματιών και συρρίκνωση των συντάξεων. Τώρα που καταφέραμε όχι απλώς να ακυρώσουμε το μέτρο της περικοπής των συντάξεων αλλά να προχωρήσουμε και σε αυξήσεις στις συντάξεις, μιλά για παροχολογία.
Και δείτε, την ίδια γραμμή της καταστροφολογίας και υποτιθέμενης κατάρρευσης υποστήριζε επί μακρόν και για τη δημόσια υγεία και τη δημόσια εκπαίδευση. Τώρα που η κυβέρνηση προκειμένου να καλύψει τα κενά σε προσωπικό, επαναφέρει το καθεστώς της μίας πρόσληψης για κάθε αποχώρηση και υλοποιεί ένα καλά σχεδιασμένο πλάνο προσλήψεων, πάντοτε μέσω της αδιάβλητης διαδικασίας του ΑΣΕΠ, η αντιπολίτευση μιλά για προεκλογική άγρα ψήφων.
Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί στη στάση αυτή της ΝΔ είναι ότι έχει πλήρως εγκλωβιστεί σε ένα καταστροφολογικό αφήγημα το οποίο δεν λέει να αναθεωρήσει, όσες φορές και αν διαψεύδεται, και τελικά καταλήγει σε ένα λόγο ανερμάτιστο και αλλοπρόσαλλο που υποβαθμίζει την πολιτική συζήτηση και το Κοινοβούλιο.
Ερ.: Δώσατε το «παρών», μαζί με τον πρωθυπουργό και άλλους υπουργούς, αλλά και προσωπικότητες της Kεντροαριστεράς, στην εκδήλωση, μία εβδομάδα πριν, για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Από πολιτικούς σας αντιπάλους ακούσαμε, ωστόσο, χαρακτηρισμούς, όπως «φελλοί» ή «ρετάλια». Τι απαντάτε; Θεωρείτε επιβεβλημένη τη στενότερη επικοινωνία του κόμματός σας με τμήματα της Κεντροαριστεράς;
Απ.: Η Συμφωνία των Πρεσπών κινητοποιεί ένα φιλελεύθερο και προοδευτικό δυναμικό που δεν συμμερίζεται ούτε τις τοποθετήσεις ούτε τους χειρισμούς του κ. Μητσοτάκη και της κ. Γεννηματά. Και είναι θετικό το γεγονός ότι ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης υπάρχει ένα ισχυρό δυναμικό που στηρίζει αυτή τη Συμφωνία, καθώς αντιλαμβάνεται τη σημασία της για τη σχέση μας με τη γειτονική χώρα αλλά και τη θέση μας στα Βαλκάνια.
Από κει και πέρα ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο είναι απαραίτητο για να αντιμετωπιστεί η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη και από την πλευρά μας πάντοτε επιδιώκαμε το διάλογο με τις προοδευτικές δυνάμεις. Ο διάλογος όμως αυτός θα πρέπει να αφορά ένα σύνολο ζητημάτων όπως η οικονομική πολιτική, τα εργασιακά, η κοινωνική πολιτική και μόνο μέσα από αυτόν θα μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν οι συγκλίσεις.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μας δίνει τη δυνατότητα να εκκινήσει αυτός ο διάλογος κι αυτό είναι σίγουρα θετικό. Ο διάλογος όμως είναι μόλις στην αρχή του και θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Ερ.: Κρίνετε πολιτικά απαραίτητο να υπερψηφιστεί και η Συμφωνία των Πρεσπών με 151 ψήφους, κ. υπουργέ;
Απ.: Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί οπωσδήποτε μια πράξη ιδιαίτερης σημασίας για αυτήν την κυβέρνηση καθώς επιλύει μία ιστορική εκκρεμότητα που ταλάνιζε για δεκαετίες τις δύο χώρες και ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις των δύο λαών, με άξονα τη φιλία και την αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Επομένως από την πλευρά μας επιδιώκουμε την ευρύτερη δυνατή υποστήριξη εντός της Βουλής. Από κει και πέρα, αυτή τη στιγμή, με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις κομμάτων και βουλευτών, προκύπτει ότι η Συμφωνία θα υπερψηφιστεί από τουλάχιστον 151 βουλευτές.