Μηνιαίους λογαριασμούς θα εκδίδει σύντομα η ΔΕΗ για τους καταναλωτές που πληρώνουν ηλεκτρονικά, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης, Μανώλης Παναγιωτάκης, σε ομιλία του στην οποία χαρακτήρισε ανέφικτο και αχρείαστο το στόχο του μνημονίου για μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ στο 50% και έκανε λόγο για στρεβλώσεις της αγοράς που πρέπει να αρθούν.
Όπως είπε ο κ. Παναγιωτάκης μιλώντας στο συνέδριο «Ενέργεια & Ανάπτυξη 2017» του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), οι καταναλωτές που πληρώνουν ηλεκτρονικά τώρα είναι 850.000, ενώ το 2018 προβλέπεται να είναι 2 εκατομμύρια.
Αναφερόμενος στη διαπραγμάτευση για την πώληση λιγνιτικών μονάδων που είναι σε εξέλιξη, ο πρόεδρος της ΔΕΗ τόνισε ότι κρίσιμος παράγοντας είναι το εύλογο τίμημα που θα εισπράξει η επιχείρηση το οποίο, όπως είπε, θα επιτρέψει τη στροφή σε άλλες επενδύσεις, στρατηγικής σημασίας και πιο αποδοτικές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές.
«Σε ένα χρόνο η αγορά θα έχει διαφορετική εικόνα από σήμερα. Η ΔΕΗ θα έχει μερίδιο κάτω του 50% στην παραγωγή και σημαντική αλλά όχι δεσπόζουσα θέση. Θα υπάρχουν πολλοί ισχυροί παίκτες και αυτοί που θα πάρουν λιγνιτικές μονάδες καλό είναι να πάρουν και μερίδιο αγοράς. Με την πώληση των μονάδων θα γίνει επένδυση ύψους 800-900 εκατ. Ευρώ στη Φλώρινα , στα ορυχεία και την κατασκευή της δεύτερης μονάδας, που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει από τη ΔΕΗ» ανέφερε ο πρόεδρος της επιχείρησης, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αντίθετα, στο επίπεδο της λιανικής, η εκτίμηση της ΔΕΗ είναι πως ο στόχος για περιορισμό του μεριδίου στο 50% ως το 2020 είναι ανέφικτος αλλά και αχρείαστος. Όπως είπε, μόνο το 3,5% των καταναλωτών έχουν μετακινηθεί από τη ΔΕΗ (σε επίπεδο όγκου το μερίδιο της ΔΕΗ είναι 83,5%) και για να επιτευχθεί ο στόχος πρέπει να φύγουν 4,5 εκατ. ρολόγια. «Δεν έχω δει κανένα επιχειρηματικό πλάνο γι’ αυτό», είπε ο κ. Παναγιωτάκης.
Ο πρόεδρος της ΔΕΗ ζήτησε να απεμπλακεί ο σχεδιασμός της αγοράς από τη διαπραγμάτευση καθώς, όπως είπε, ο σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνει βάζοντας «τικ» στα κουτάκια που μας έχουν δώσει οι προϊστάμενοί μας.
Ζήτησε επίσης το κόστος του Κοινωνικού Τιμολογίου να καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό και όχι από τους προμηθευτές.
Άσκησε εξάλλου κριτική στον τρόπο λειτουργίας του δικτύου διανομής (η σημερινή κατάσταση, όπως είπε, δεν είναι αποδεκτή και πρέπει να αλλάξει), ενώ ανήγγειλε παρεμβάσεις για τη δημιουργία «έξυπνου νησιού» με αυξημένη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Τα ΕΛΠΕ
Για τρίτη συνεχή χρονιά τα συγκρίσιμα κέρδη EBITDA (προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) των ΕΛΠΕ θα κινηθούν σε ιστορικό υψηλό, ξεπερνώντας τα 800 εκατ. ευρώ, ανέφερε στην ομιλία του ο πρόεδρος του Ομίλου Ευστάθιος Τσοτσορός, τονίζοντας ότι μετά τη διεθνή συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων της τριετίας, ο Όμιλος συμπεριλήφθηκε στις 100 κορυφαίες ενεργειακές εταιρείες παγκοσμίως (TOP 100 GLOBAL ENERGY LEADRES), σύμφωνα με την κατάταξη της Reuters Thomson για το 2017.
Ο κ. Τσοτσορός έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις έρευνες υδρογονανθράκων, σημειώνοντας ότι είναι καθοριστικής σημασίας για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και την ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας, ενώ ενδεικτικό των προσδοκιών είναι το ενδιαφέρον που έχουν δείξει κατά την τελευταία διετία διεθνείς ενεργειακοί Όμιλοι, εγνωσμένου κύρους.
Στους στόχους του ομίλου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ενεργή παρουσία στο εγχείρημα Έρευνας και Παραγωγής Υδρογονανθράκων, με την επίτευξη διεθνών συνεργασιών με κορυφαίους ενεργειακούς ομίλους, όπως η Exxon, η Total, η Edison, η περαιτέρω ανάπτυξη των συνεργασιών σε ζητήματα ασφάλειας, τεχνολογίας, τεχνογνωσίας, προμηθειών και εμπορίας, η σταθεροποίηση και ενίσχυση της κερδοφορίας, καθώς και η αύξηση των μεριδίων στην εγχώρια αγορά, αλλά και στη Ν.Α Ευρώπη, όπου διατίθεται το 56% της ετήσιας παραγωγής.
Αναφερόμενος εξάλλου στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα, ο πρόεδρος της ΕΛΠΕ επισήμανε ότι την περίοδο της κρίσης, 2008-2015, η συνολική εγχώρια κατανάλωση μειώθηκε κατά 23,4%, αλλά το ενεργειακό μίγμα μετασχηματίστηκε αδύναμα, αφού διατηρήθηκε η κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων στο 85,14% (23% λιγνίτης, 51,2% πετρέλαιο, 10,98% Φ.Α.), ενώ η σπουδαιότητα της αύξησης της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε ποσοστό 11,37% περιορίστηκε από το γεγονός ότι περισσότερο από το 1/3 της συνολικής κατανάλωσης από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αφορούσε σε στερεά βιομάζα και το 18,89% σε υδροηλεκτρική ενέργεια. Επιπλέον δε – και το πλέον σημαντικό – ήταν το γεγονός ότι αποδείχθηκε ιδιαίτερα προβληματική η ανορθολογική ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καθώς βασίστηκε σε ένα πλαίσιο παράλογων επιδοτήσεων.