Από τους γονείς ή άλλους συγγενείς συντηρούνται οικονομικά σχεδόν οι μισοί Έλληνες νέοι ηλικίας από 18 έως 35 ετών ενώ μόλις το 15% προσδοκά ότι θα βρει δουλειά τους επόμενους έξι μήνες.
Έρευνα της ΔιαΝΕΟσις για την ανεργία των νέων και τις διαγενεακές σχέσεις στην Ελλάδα είναι αποκαλυπτική ως προς το μέγεθος των επιπτώσεων της υψηλής ανεργίας που πλήττει τους νέους. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζει ο κ. Διονύσης Νικολάου, Γενικός Διευθυντής ΔιαΝΕΟσις.
Στην έρευνα, την οποία διεξήγαγε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις η MRB το φθινόπωρο του 2016, συμμετείχαν περίπου 1.500 Έλληνες νέοι από όλες τις περιφέρειες της χώρας, καθώς και ένα δείγμα 500 γονέων. Είναι σημαντικό ότι οι γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν γονείς των παιδιών που είχαν ήδη συμμετάσχει σε αυτήν. Έτσι, οι επιστήμονες του προγράμματος έχουν την ευκαιρία να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη διάχυση των ιδεών και των αντιλήψεων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα.
Οι μισοί Έλληνες ηλικίας 18-35 ετών δηλώνουν ότι υποστηρίζονται οικονομικά από τους γονείς ή άλλους συγγενείς τους. Μόνο το 15% των άνεργων νέων θεωρούν αρκετά ή πολύ πιθανό να βρουν δουλειά τους επόμενους έξι μήνες, ενώ το 41% δηλώνει έτοιμο να μετακομίσει σε άλλη χώρα για να δουλέψει. Παράλληλα, οι Έλληνες νέοι δείχνουν λιγότερο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκο σε σχέση με τους γονείς τους, εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς, συμμετέχουν σε λιγότερες συλλογικές δράσεις και υιοθετούν μια πιο παθητική στάση απέναντι στην απασχόληση και το μέλλον τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χαρτογράφηση της κατάστασης των Ελλήνων ηλικίας 18-35 μετά από 7 χρόνια κρίσης. Μεταξύ άλλων:
38% των νέων ζουν στην Αθήνα.
60% των νέων είναι ελεύθεροι. Μόνο 22% έχουν παιδιά.
Οι Έλληνες νέοι δηλώνουν λίγο περισσότερο αριστεροί, πολύ λιγότερο θρήσκοι (31% έναντι 54%) από τους γονείς τους. Έχουν λίγο καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτούς, αλλά, παραδόξως, συμμετέχουν λιγότερο σε εθελοντικές ή συλλογικές δράσεις από ό,τι οι γονείς τους (πλην των πολιτικών δράσεων), εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς και συμμετέχουν λιγότερο σε πολιτιστικά δρώμενα (43% έναντι 57%).
Ενδιαφέρον είναι και το οικονομικό τους προφίλ: 48% των Ελλήνων νέων δηλώνουν ως πηγή εισοδήματός τους «οικονομική στήριξη από γονείς ή άλλους συγγενείς». Είναι η πιο συχνή πηγή εσόδων –πιο συχνή από τη «μισθωτή εργασία», που είναι στο 45%.
Αυτή η πραγματικότητα απεικονίζεται και με έμμεσο τρόπο. Στην ερώτηση για το αν μπόρεσαν να αποταμιεύσουν χρήματα τους τελευταίους 12 μήνες, το 76% των γονέων απάντησαν «ποτέ». Το αντίστοιχο ποσοστό των παιδιών ήταν 48%.
Περίπου ένας στους δύο νέους είχε βρει μέχρι σήμερα μισθωτή εργασία για τουλάχιστο ένα χρόνο. Βρήκε αυτή τη δουλειά κατά μέσο όρο στα 22, και σ’ αυτή δούλευε περίπου 40 ώρες την εβδομάδα.
Σ’ αυτούς που είναι άνεργοι, ωστόσο, είναι διάχυτη η απαισιοδοξία: Μόνο ένα 15% των νέων ανέργων θεωρεί πιθανό να βρει δουλειά τους επόμενους 6 μήνες.
Οι νέοι θεωρούν πως οι φορείς που μπορούν να μειώσουν την ανεργία είναι κατά σειρά η Κυβέρνηση/Βουλή (78%), η Ευρωπαϊκή Ένωση (73%) και τρίτον, με μεγάλη διαφορά, οι επιχειρήσεις/εργοδότες (52%).
Παρ’ όλο που οι νέοι δηλώνουν απογοητευμένοι σε πολλές από τις ερωτήσεις, εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι από τους γονείς τους όταν πρόκειται για το μέλλον τους. Το 29% των νέων πιστεύουν ότι το βιοτικό τους επίπεδο στο μέλλον θα είναι χειρότερο από το βιοτικό επίπεδο των γονιών τους. Το αντίστοιχο όμως ποσοστό στους γονείς, δηλαδή σ΄ αυτούς που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα έχουν χειρότερο βιοτικό επίπεδο από τους ίδιους, φτάνει το 55%.
Γενικά οι γονείς φαίνονται πιο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκο, πιο ενεργά συμμετέχοντες σε συλλογικές δράσεις ή στον εθελοντισμό, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς (και τα δύο δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου, στο οποίο οι νέοι υστερούν σημαντικά) ενώ οι νέοι μοιάζουν να πιστεύουν περισσότερο ότι το περιβάλλον (ό,τι κι αν περιλαμβάνει ο όρος) πρέπει να λειτουργήσει γι’ αυτά, αντίθετα με τους γονείς τους που πιστεύουν περισσότερο στην ατομική πρωτοβουλία και ευθύνη.
Πάντως, το 41% των νέων δηλώνει διατεθειμένο να μετακομίσει σε άλλη χώρα για να βρει δουλειά (κι ένα 34% απαντά “ίσως”). Παρόμοιο είναι το ποσοστό που δηλώνει διατεθειμένο να μετακομίσει σε άλλη περιοχή της Ελλάδας (46%).
Οι ερευνητές της MRB έκαναν μια πρώτη απόπειρα επεξεργασίας των αποτελεσμάτων, φιλοδοξώντας να ταυτοποιήσουν ευδιάκριτες “φυλές” ανάμεσα στους Έλληνες γονείς και τα παιδιά τους. Πράγματι, οι ερευνητές ταυτοποίησαν τέσσερις διακριτές ομάδες αναλύοντας τις απαντήσεις τους σε εννέα κατηγορίες ερωτήσεων, από αυτές που είχαν να κάνουν με τη συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, μέχρι αυτές που είχαν να κάνουν με τις οικογενειακές σχέσεις και τις απόψεις περί οικονομικής κατάστασης των ερωτηθέντων.
Οι ερευνητές ταυτοποίησαν τις τέσσερις κατηγορίες πρώτα στους γονείς, και μετά χαρτογράφησαν τις αντίστοιχες κατηγορίες και στα παιδιά. Προέκυψαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι κατηγορίες αυτές ορίστηκαν ως «Παραδοσιακοί» (“Family traditionalists”), «Κοινωνικά ενεργοί» (Socially Active), «Καλοβαλμένοι συστημικοί» (“Well off systemics”) και «Καλοβαλμένοι προοδευτικοί» (“Well off experiencers”).
Αυτές οι ειδικές ομάδες έχουν κάποια χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Σύμφωνα με τα ευρήματα της MRB, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν οι γονείς, αν τα παιδιά τους ανήκουν στις κατηγορίες «παραδοσιακοί» ή «κοινωνικά ενεργοί» εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (άνω του 18% -ως και 39%).
Ανεξαρτήτως κατηγορίας των γονέων -πλην μιας-, δε, τα παιδιά που ανήκουν στις κατηγορίες «καλοβαλμένοι συστημικοί» ή «καλοβαλμένοι προοδευτικοί», εμφανίζουν ποσοστά ανεργίας κάτω του 7,5%. Μόνη εξαίρεση στον κανόνα, οι «κοινωνικά ενεργοί» γονείς. Πρόκειται για τους γονείς που δεν είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι, δεν δίνουν μεγάλη έμφαση στις οικογενειακές συλλογικότητες σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες, έχουν οικονομικά προβλήματα και αναπτύσσουν κοινωνική ή πολιτική δράση. Τα παιδιά αυτών, όπως έδειξε η ανάλυση της MRB, είναι σε πολύ υψηλό ποσοστό (άνω του 23%) άνεργα, ανεξάρτητα από το σε ποια κατηγορία ανήκουν.
Γενικότερα φαίνεται πως ο συνδυασμός χαμηλής μόρφωσης, οικονομικής ανεπάρκειας και έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς στους γονείς έχει ως αποτέλεσμα πολύ υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στα παιδιά τους, σε σχέση με τα παιδιά γονέων με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η ανεργία έχει ποδοπατήσει τα «θέλω» των νέων ανθρώπων, δήλωσε ο Δημήτρης Μαύρος, Διευθύνων Σύμβουλος MRB, που πραγματοποίησε την έρευνα για λογαριασμό της διαΝΕΟσις. «Αυτό που δεν θέλουν οι νέοι άνθρωποι και κυρίως οι άνεργοι είναι να εγκλωβιστούν σε μία εργασία από το πρωί έως το βράδυ και επιθυμούν μία ποιότητα ζωής, χρόνο για τον εαυτό τους, κάτι που προκαλεί σύγχυση σε αυτούς που θέλουν να προσλάβουν καθώς περίμεναν ότι οι νέοι θα είναι πιο παραδομένοι» σημείωσε.
Ο κ. Μαύρος επικεντρώθηκε στο ρόλο που παίζει το οικογενειακό περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά των γονέων στην ανεργία των νέων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «σήμερα ο κόσμος εκεί έξω είναι περισσότερο για αγρίμια και λιγότερο για αξιακούς ανθρώπους». «Οι γονείς θα πρέπει να καλλιεργήσουν στα παιδιά τους την ελευθερία να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν και όχι μόνο το τι πρέπει» κατέληξε ο κ. Μαύρος, τονίζοντας ότι πρέπει να μπούν όρια στο αξιακό και πρακτικό πλαίσιο και να παντρέψουμε τους δύο κόσμους.
Για μία ηττημένη γενιά έκανε λόγο ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, ενώ μίλησε για παραδοσιακό οικογενειακό μοντέλο αναφερόμενος στην «χρηματοδότηση» των νέων από τους γονείς. Ο κ. Παναγιωτόπουλος έκανε λόγο για συμβιβασμό γενεών, σημειώνοντας ότι υπάρχει μία ελευθερία που εκχωρείται εντός της οικογένειας από τους γονείς, η οποία όμως στη συνέχεια υπονομεύεται από τον κρατικό προγραμματισμό που σου ορίζει από το πτυχίο που θα πάρεις μέχρι και το «κυνήγι» της εργασίας στην ασφάλεια του δημοσίου.
«Η σημερινή οικογένεια εκσυγχρονίστηκε εις βάρος του εκσυγκρονιοσμού της κοινωνίας» ανέφερε.
Ο κ. Παναγιωτόπουλος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη μαζική μετανάστευση νέων ανθρώπων τονίζοντας ότι δεν ξέρουμε ακόμη που θα οδηγήσει, αν είναι διαρκείας ή αν δημιουργήσει νέα οικογενειακά μοντέλα και αν αυτό τελικά αποτελεί ρήξη με τον κρατικό προγραμματισμό.