Εγκύκλιο για τη χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) κατά το έτος 2017 εξέδωσε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), στην οποία επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, οι περιπτώσεις που αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά του ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εγκύκλιο, συνταξιούχοι οι οποίοι δικαιούνταν το ΕΚΑΣ, από 1/6 μέχρι 31/12/2016, αλλά το στερούνται για το 2017, σύμφωνα με τα νέα κριτήρια, δικαιούνται τις ακόλουθες αντισταθμιστικές παροχές:
α) Πλήρη απαλλαγή από τη συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη,
β) έκτακτη μηναία οικονομική ενίσχυση, η οποία χορηγείται στο σύζυγο με το μικρότερο ατομικό εισόδημα, σε περίπτωση που έπαυσε η καταβολή ΕΚΑΣ και στους δύο συζύγους, ίση με την παροχή ΕΚΑΣ 2016 που αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό,
γ) έκτακτη μηνιαία οικονομική ενίσχυση, η οποία χορηγείται σε συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ισόποση με την παροχή ΕΚΑΣ 2016 που απώλεσαν.
Αναφορικά με τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που χορηγήθηκαν ως αντισταθμιστικά κατάργησης του ΕΚΑΣ, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθ. 7 της από 13.9.2016 Υπουργικής Απόφασης. Όσον αφορά τις οδηγίες που είχαν δοθεί με το Γ.Ε. του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σχετικά με τη χορήγηση του ΕΚΑΣ για το χρονικό διάστημα από 01/01/2016 μέχρι 31/05/2016 και, συγκεκριμένα, σχετικά με τον έλεγχο των δικαιούχων τόσο από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, όσο και από τις υπηρεσίες συντάξεων (στις περιπτώσεις που δεν χορηγήθηκε αυτομάτως), γνωστοποιείται ότι, προς το παρόν, εκκρεμεί η υλοποίηση του έργου από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ. Επομένως, αναμένονται οδηγίες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από τους συνταξιούχους στις υπηρεσίες, «μετά την ενημέρωσή μας από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ».
Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να παραμείνουν σε εκκρεμότητα και τυχόν υποβληθείσες αιτήσεις για τη χορήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων κατάργησης του ΕΚΑΣ για το χρονικό διάστημα από 01/08/2016 μέχρι 31/12/2016.
Προκειμένου να υπάρχει ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 92 του Ν. 4387/2016, στην εγκύκλιο σημειώνονται τα εξής: «Η εν λόγω διάταξη διακρίνει σαφώς τις περιπτώσεις στις οποίες αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά του ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως: α) Υποβολή εκ μέρους του συνταξιούχου με δόλο ανακριβούς δήλωσης είτε για το φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία β) πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος.
Επομένως, πρόκειται για τις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι ο συνταξιούχος, προκειμένου να εισπράττει το ΕΚΑΣ είτε χωρίς να έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις είτε πολλαπλά, λειτουργεί με δόλο, ενεργητικά (υποβολή ανακριβούς αίτησης/δήλωσης) ή παθητικά (αποσιώπηση της χορήγησης του επιδόματος και είσπραξή του από περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς).
Στην πρώτη περίπτωση, η ανακριβής/ψευδής δήλωση μπορεί να αφορά, ενδεικτικά, την απόκρυψη του γεγονότος ότι το ΕΚΑΣ χορηγείται από άλλον φορέα ή ότι ο συνταξιούχος έχει υποβάλει αίτηση, ώστε να του χορηγηθεί και από άλλον φορέα, το ύψος και τις πηγές των εισοδημάτων που περιέχονται στη δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων στη ΔΟΥ, την οικογενειακή κατάσταση, προκειμένου να μην ελέγχεται το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, τον τόπο μόνιμης κατοικίας, κ.ά..
Στη δεύτερη περίπτωση, ο νόμος αναφέρεται στην πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος, δηλαδή στην περίπτωση που, ενώ ο συνταξιούχος δεν συνήργησε, με σκοπό να του χορηγηθεί το ΕΚΑΣ από περισσότερους του ενός φορείς, γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε μηχανογραφική αστοχία, το εισέπραττε συστηματικά από όλους, αποσιωπώντας την αλήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Συνεπώς, εάν δεν αποδεικνύεται πλήρως και αιτιολογημένα ότι συντρέχουν οι ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 92 του Ν. 4387/2016, δεν είναι επιτρεπτό να αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επιστροφή των ποσών ΕΚΑΣ στο διπλάσιο, γίνεται συμψηφισμός του ποσού με την καταβαλλόμενη σύνταξη, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, σύμφωνα με την ισχύουσα ειδική διάταξη, δηλαδή σε έξι μηνιαίες δόσεις, ενώ, εάν το ποσό της σύνταξης δεν επαρκεί, για να καλύψει το επιστρεπτέο ποσό σε έξι δόσεις, το ποσό αυτό επιμερίζεται σε τόσες ισόποσες μηνιαίες δόσεις, όσες απαιτούνται για το συμψηφισμό του με τη σύνταξη».