«Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, ο κατώτατος μισθός πάγωσε σε όλες τις χώρες της ΕΕ που πήραν δάνεια από διεθνείς θεσμούς και εφάρμοσαν υπό την επιτήρησή τους προγράμματα λιτότητας και νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Σε όλες, όμως, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε, όταν έληξε η περίοδος του παγώματος». Αυτό δήλωσε, μεταξύ άλλων, η Μαρία Καραμεσίνη, διοικήτρια του ΟΑΕΔ και καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η οποία μίλησε στο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε το υπουργείο Εργασίας, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου.
«Εντέλει», όπως σημείωσε, «σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ο πραγματικός κατώτατος μισθός αυξήθηκε μεταξύ 2008 και 2016, με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου καταβαραθρώθηκε και δεν εξασφαλίζει πλέον προστασία από τη φτώχεια, ενώ αποτελεί πλήγμα στην αξιοπρέπεια των νέων».
«Στην αντίθετη κατεύθυνση», υπογράμμισε η κ. Καραμεσίνη, «η Γερμανία απέκτησε εθνικό κατώτατο μισθό το 2015, για να προστατεύσει τους μισθωτούς τού χαμηλόμισθου τομέα της οικονομίας, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση Κάμερον αποφάσισε σημαντικές και συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού, την περίοδο 2016-2020, προκειμένου να περιορίσει τις κοινωνικές δαπάνες για επιδόματα στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους».
Όπως είπε, «ενώ σήμερα στην Ελλάδα τίθεται ζήτημα πώς οι κοινωνικοί εταίροι θα επανέλθουν στη διαπραγμάτευση του κατώτατου μισθού, στην ΕΕ συζητείται η πρόταση για μία κοινή ευρωπαϊκή νόρμα για το ύψος του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού της κάθε οικονομίας, που μπορεί να βγάλει από τη φτώχεια περίπου 28 εκατομμύρια εργαζόμενους. Η διαβούλευση για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πυλώνα θα μπορούσε να δώσει καρπούς σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν επιλύει το πρόβλημα της συνεχιζόμενης διάβρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σχεδόν παντού».
Η διοικήτρια του ΟΑΕΔ ανέφερε, επίσης, ότι 22 κράτη μέλη της ΕΕ σήμερα διαθέτουν εθνικό κατώτατο μισθό στη διαμόρφωση του οποίου εμπλέκονται οι κοινωνικοί συνομιλητές, είτε μέσω διμερών διαπραγματεύσεων είτε διαβουλευόμενοι με το κράτος, που τελικά αποφασίζει. «Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση μονομερούς καθορισμού από το κράτος του κατώτατου μισθού μεταξύ 2012 και 2017», υπογράμμισε η κ. Καραμεσίνη.
«Η εμπειρία ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς εθνικό κατώτατο μισθό, δείχνει ότι η σχεδόν καθολική κάλυψη των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό μέσο απ’ ό,τι ο κατώτατος μισθός για τη μείωση του ποσοστού των φτωχών εργαζομένων σε μία οικονομία», όπως σημείωσε. Ωστόσο, υπογράμμισε, «ο συνδυασμός ενός σχετικά υψηλού κατώτατου μισθού με ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν ακόμα μεγαλύτερη εγγύηση».