Η εικόνα του Ντόναλντ Τραμπ, περιστοιχισμένου από τους ανάστατους σωματοφύλακες του, να υψώνει τη γροθιά με αίματα στο πρόσωπο, έχοντας στο φόντο την αστερόεσσα, προορίζεται να περάσει στις εμβληματικές στιγμές της ιστορίας του φωτορεπορτάζ. Το ότι ο Ρεπουμπλικανός διεκδικητής της αμερικανικής Προεδρίας είχε την ετοιμότητα να προβεί σε αυτή τη χειρονομία μόλις μερικά δευτερόλεπτα μετά τον αναπόφευκτο πανικό που προκάλεσε η εις βάρος του επίθεση με πυροβολισμούς, δείχνει τι είδους πολιτική μηχανή είναι ο Τραμπ.
Η δε αντίστιξη με την εικόνα ευαλωτότητας που παρουσιάζει (ο όλο και εντονότερα αμφισβητούμενος από το ίδιο του το κόμμα) Τζο Μπάιντεν οδηγεί όλο και περισσότερους παρατηρητές να θεωρούν εκ των προτέρων λήξασα την εκλογική αναμέτρηση του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Τα πράγματα βέβαια είναι περισσότερο περίπλοκα. Πόσο μάλλον που το κόμμα των Δημοκρατικών ενδέχεται να καταφύγει την τελευταία στιγμή σε κάποιον υποψήφιο-έκπληξη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάθε ιδέα κανονικότητας που μπορούσε να έχει για την αμερικανική πολιτική ζωή η ίδια η Αμερική και ο υπόλοιπος κόσμος έχει ανατραπεί. Και αποτελεί κρίσιμο ερώτημα το αν σε αυτό το τοπίο κλυδωνισμών το αμερικανικό εκλογικό σώμα θα επιλέξει την συσπείρωση γύρω από όποιον προβάλει ως στιβαρή εθνική ηγεσία (λογικά, σε αυτό το ενδεχόμενο, τον Τραμπ) ή αντιθέτως θα χρεώσει την εκρηκτική κλιμάκωση των εντάσεων στον ίδιο τον νεοϋορκέζο μεγιστάνα.
Το ρητορικό σχήμα ότι ο Τραμπ έσπειρε ανέμους και θερίζει θύελλες πολιτικού μίσους είναι ήδη συχνό στα αμερικανικά liberal μέσα ενημέρωσης. (Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε από τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης και ο Σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο μετά την δική του απόπειρα δολοφονίας).
Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν έχουν να προσφέρουν κάτι περισσότερο από ό,τι εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας: η πολιτική και πολιτισμική πόλωση των διαφορετικών «ψυχών» της Αμερικής είναι τέτοια που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ομαλή εναλλαγή. Από την 6η Ιανουαρίου 2021 μας χωρίζουν ήδη τριάμιση χρόνια, ενώ οι αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες του Τραμπ μαρτυρούν, καίτοι δεν έχουν επίδραση στο εκλογικό κοινό του, ότι για τη liberal πτέρυγα είναι ήδη ένας απονομιμοποιημένος αντίπαλος. Δικανικά μέσα επιστρατεύονται εκεί όπου η πολιτική δεν προσφέρει επαρκή φραγμό.
Αντίστοιχα η δρομολογούμενη αποκαθήλωση του Μπάιντεν στρέφει τη συζήτηση στο πρόσωπο του νυν προέδρου και στο ερώτημα της νοητικής υγείας του, αποκρύπτοντας το πολιτικό πρόβλημα που καθιστά δυσχερέστατη ούτως ή άλλως την κατάκτηση από τους Δημοκρατικούς μιας νέας τετραετίας , ήτοι τη δυσφορία που προκαλεί στο εκλογικό σώμα η πληθωριστική κρίση, η στεγαστική κρίση και η μεταναστευτική κρίση.
Τα ευχετήρια μηνύματα του προέδρου της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο στον Τραμπ για ταχεία ανάρρωση δείχνουν πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.
Οι ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ που συνεργάστηκαν με τον Μπάιντεν κατά την τελευταία Ατλαντική Σύνοδο φέρεται να κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για «τελειωμένη υπόθεση». Ωστόσο είναι οι Ευρωπαίοι ακριβώς αυτοί που λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο δείχνουν προετοιμασμένοι για μία επάνοδο του Τραμπ.
Οι μεγάλη ανταγωνιστές των ΗΠΑ σε Μόσχα και Πεκίνο ούτε αναστατώνονται ούτε τρέφουν ελπίδες. Γνωρίζουν ότι αυτή τη φορά ο Τραμπ δεν αποτελεί κάποιον «φιλειρηνικό» υποψήφιο, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά το Μεσανατολικό, που πλέον αποτελεί ισχυρή διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, ο Τραμπ αποτελεί (σε αντίθεση με τις ταλαντεύσεις του Μπάιντεν) κατεξοχήν υποστηρικτή του Νετανιάχου και του Ισραήλ.
Ο Τραμπ δεν κηρύσσει ούτε την απομόνωση των ΗΠΑ, ούτε τη συνθηκολόγηση με τους ανταγωνιστές.
Προκρίνει μία σκληρά συναλλακτική σχέση με αντιπάλους και συμμάχους, διεκδικώντας χωρίς ευγένειες από τους τελευταίους μεγαλύτερο συμμερισμό των αμυντικών βαρών – αλλά αυτό αποτελεί πάγια αμερικανική πολιτική.
Όπως πάγια πολιτική αποτελεί, από τον Τραμπ στον Μπάιντεν, ο νέος προστατευτισμός των δασμών και των κυρώσεων, αλλά και η εκτόξευση των ελλειμμάτων, είτε με τις δίχως αναπτυξιακό αντίκρισμα θηριώδεις φοροαπαλλαγές του Τραμπ, είτε με την θεαματική αύξηση των δαπανών επί Μπάιντεν.