Ο Freddie Sherrill ήταν άστεγος, αλκοολικός και τοξικομανής, και έκλεβε τα Χριστουγεννιάτικα δώρα των παιδιών που ήταν κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα για να τα πουλάει. Έτρωγε από τους κάδους. Δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει.
Περνούσαν τα χρόνια και ο Sherrill μπαινόβγαινε στις φυλακές και στα κέντρα αποτοξίνωσης στη Βόρεια Καρολίνα. Μια πολύ κρύα νύχτα έσπασε τη τζαμαρία ενός καταστήματος ρίχνοντας ένα τούβλο, έτσι ώστε η αστυνομία να τον πιάσει, για να μπορέσει το βράδυ να το περάσει κάπου ζεστά. Αλλά μετά από ένα μακρύ και οδυνηρό ταξίδι ζωής, ο Sherrill μπόρεσε να επανακάμψει και μάλιστα έμαθε να διαβάσει.
Σε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του η αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο Queens νωρίτερα αυτό το μήνα στην ηλικία των 65 ετών.
«Ξεκίνησα πολλά πράγματα στη ζωή μου που δεν τελείωσα», είπε ο Sherrill. «Το Κολλέγιο δεν θα ήταν ένα από αυτά».
Τα προβλήματα του Sherrill άρχισαν σε πολύ νεαρή ηλικία. Ήταν δύσκολο να μάθει να διαβάζει για ένα παιδί που μεγάλωνε στο Σαρλότ στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Για να αποσπάσει την προσοχή της δασκάλας του, έβαλε καρφιά στην καρέκλα της, ή, ακόμα χειρότερα, έκλεψε χρήματα από το πορτοφόλι της.
Μέχρι την ηλικία των 8, έκανε καθημερινές κοπάνες από το σχολείο και έκλεβε από το μπακάλικο για να φάει ο ίδιος αλλά και τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια του. Το πατρικό του ήταν τόσο ερειπωμένο, ώστε όταν έβρεχε έξω… γέμιζε το σπίτι με νερά.
Ο Sherrill έβγαινε με έφηβους που του έδωσαν να πιει κρασί και σύντομα αυτό έγινε συνήθεια, και στη συνέχεια ξεκίνησε το πρόβλημα των ναρκωτικών.
Ξεκίνησε να σπάει τα σπίτια και να κλέβει τα πορτοφόλια, και ως έφηβος τελικά κατέληξε να μπαινοβγαίνει στη φυλακή και σε διάφορα κέντρα αποτοξίνωσης. Αυτό συνέχισε μέχρι τα 40 του.
«Έκλεβα συνεχώς… έκλεβα τους γείτονες, έκλεβα τα ρούχα του ανιψιού μου για να τα πουλήσω», είπε.
Παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, αλλά στην αρχή εξαφανίστηκε από τη ζωή της συζύγου του και των παιδιών του. Μια μέρα το 1988, χρησιμοποίησε τα τελευταία του δολάρια για να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, αλλά τα χέρια του ήταν τόσο ασταθή, που το έριξε και το έσπασε.
«Φώναζα, και προσπαθούσα να πιω λίγο ποτό από το σπασμένο μπουκάλι», είπε.
Περπάτησε στα κοντινά τρένα με ένα πιστόλι στο χέρι του και βάζοντάς το στο κεφάλι του. Τράβηξε τη σκανδάλη. Το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. Ο Sherrill το πήρε ως σημάδι.
«Είχα πια κουραστεί να πληγώνω όλους γύρω μου», είπε. «Αυτό ήταν η αρχή.»
Κανένα από τα κέντρα αποκατάστασης στο Σαρλότ δεν τον δέχτηκε, ευτυχώς βρέθηκε ένας κοινωνικός λειτουργός στο Morganton, περίπου 60 μίλια από το Σαρλότ, που τον κράτησε. Κατάφερε να σταματήσει να πίνει και να παίρνει ναρκωτικά.
Άρχισε να εργάζεται ως κηπουρός σε μια εκκλησία, μετά από κάλεσμα ενός πάστορα.
Ο Sherrill ήθελε να τιμήσει αυτή την εμπιστοσύνη και άρχισε να νοιάζεται για τον εαυτό του. Πήγε σε ένα κέντρο μάθησης και άρχισε να μαθαίνει τα βασικά.
Μετά από λίγο καιρό, έπεισε τη γυναίκα του να μετακομίσει στο Morganton και να πάρει μαζί της τα πέντε παιδιά του. Δύο από τις κόρες του ήταν στη δεύτερη και στην τέταρτη τάξη. Δεν μπορούσε να τους βοηθήσει με την εργασία τους.
Σιγά-σιγά, έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Έδωσε πέντε φορές εξετάσεις στο γυμνάσιο και απέτυχε. Την έκτη, πέρασε.
«Όταν σταμάτησα να πίνω και να παίρνω ναρκωτικά και αλκοόλ, η ζωή μου ήταν διαφορετική», είπε. «Ήταν σαν να ήμουν τυφλός και άρχισα να βλέπω. Ήθελα να είμαι πατέρας. Ήθελα να είμαι μέρος του κόσμου.»
Δεν είχε ποτέ τραπεζικό λογαριασμό, έτσι οι φίλοι του στην εκκλησία τον βοήθησαν να ανοίξει ένα.
«Ήμουν αποφασισμένος τα παιδιά μου να μην μεγαλώσουν όπως εγώ», είπε.
Ξεκίνησε μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Του πήρε οκτώ χρόνια για να πάρει το πτυχίο του.