Ένα νέο τοπίο σε σχέση με το ύψος και τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και των μισθών στο Δημόσιο διαμορφώνει το εργασιακό νομοσχέδιο της Υπουργού Εργασίας το οποίο ψήφισε χθες (5.12.2024) η Βουλή.
Οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στις αμοιβές στο Δημόσιο συνοψίζονται σε τρεις κατηγορίες: Σε εκείνες που πράγματι συντελούνται στον ιδιωτικό τομέα και στο Δημόσιο, σε εκείνες που δεν…συντελούνται και σε εκείνες που θα συντελεστούν.
Σε εκείνες που συντελούνται ανήκει η εξής: Από το 2028, ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται με μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψιν τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της εργασίας.
Μέχρι το 2027, θα συνεχίσει το υφιστάμενο πλαίσιο της διαβούλευσης της κυβέρνησης με τους κοινωνικούς εταίρους και επιστημονικούς φορείς, ενώ ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 950 ευρώ σταδιακά από τα 830 ευρώ που είναι σήμερα. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι πως για πρώτη φορά συνδέεται ευθέως ο κατώτατος μισθός με τους μισθούς στο Δημόσιο. Και αυτό γιατί το ποσό το οποίο θα δίδεται κάθε χρόνο ως αύξηση στον κατώτατο μισθό, θα δίνεται ακριβώς το ίδιο σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους.
Αυτό θα ισχύσει από το 2025 και κάθε χρόνο. Η τρίτη αλλαγή που θα ισχύσει από το 2028 είναι πως θα προβλέπονται ρήτρες παγώματος του κατώτατου μισθού, όπως πχ αν αυξηθεί «σημαντικά» η ανεργία ή δεν το επιτρέπουν οι «δημοσιονομικές δυνατότητες» της χώρας. Έτσι, αν το κράτος δεν μπορεί δώσει αύξηση στους δημοσίους υπαλλήλους, δεν θα λαμβάνουν αύξηση και οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό.
Η αλλαγή που δεν…συντελείται αφορά το «ποιος» θα λαμβάνει την απόφαση για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αυτός θα είναι η εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτό θα ισχύσει τόσο μέχρι το 2027, όσο και μετά το 2028. Αν και από το 2028, θα ισχύσει -όπως προαναφέρθηκε- μαθηματικός τύπος, ενώ θα υπάρχει και επιτροπή διαβούλευσης, με τη συμμετοχή και των κοινωνικών εταίρων, την τελική απόφαση θα τη λαμβάνει η κυβέρνηση.
Η αλλαγή που θα συντελεστεί αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής δεν προβλέπεται στο νόμο Κεραμέως. Προβλέπεται μόνο η υποχρέωση της κυβέρνησης, μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, να διαμορφώσει ένα σχέδιο για την «ενθάρρυνση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο επόμενο χρόνο.
Σημειώνεται πως το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις έχει ανανεωθεί από το 2021, προβλέποντας υποχρεωτική εγγραφή όλων των ενώσεων (εργοδοτικών και εργατικών) στο αντίστοιχο μητρώο τους χωρίς την οποία οι ενώσεις δεν μπορούν να ασκούν καμία συνδικαλιστική δράση και αυστηρή ρήτρα αντιπροσωπευτικότητας (σ.σ. αν τα μέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης που υπογράφει μία συλλογική σύμβαση δεν απασχολούν το 50%+1 των εργαζομένων του κλάδου, δεν θα κηρύσσονται υποχρεωτικοί οι όροι της και για τα μη μέλη).
Στην πράξη, όμως, ελάχιστα έχει εφαρμοστεί το πλαίσιο αυτό, καθώς η πλειοψηφία των εργοδοτικών και εργατικών ενώσεων δεν έχει εγγραφεί στο μητρώο της, ενώ μηδαμινός είναι ο αριθμός των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.