Τον Ιανουάριο θα ληφθεί η απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού θα έχει προηγηθεί η κατάθεση του πορίσματος από την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, τόνισε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, σε ομιλία της σε εκδήλωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.
Όπως τόνισε, στη συνέχεια η απόφαση θα εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο, ενώ σημείωσε ότι «ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός θα ισχύει χωρίς ηλικιακές διακρίσεις».
Κατά την ομιλία της, η Έφη Αχτσιόγλου ανέφερε ότι «για την κυβέρνηση, η καθημερινή στήριξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου είναι βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει η χώρα στη νέα εποχή. Ο δρόμος που ακολουθούμε, μέσα από ένα νέο παραγωγικό και οικονομικό υπόδειγμα, εξασφαλίζει ότι οι παθογένειες που οδήγησαν την χώρα στην κρίση θα εξαλειφθούν«.
«Η χώρα μας έχει αφήσει οριστικά πίσω της την περίοδο που ο ορίζοντας της δημοσίας συζήτησης ήταν το κλείσιμο της επόμενης αξιολόγησης και το βασικό ερώτημα ήταν η κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών της και πλέον μπορούμε να θέσουμε ουσιαστικά ερωτήματα για τον στρατηγικό προσανατολισμό της οικονομίας και της χώρας με διαφορετικά περιθώρια άσκησης πολιτικής», σημείωσε η υπουργός Εργασίας και πρόσθεσε ότι «έχουμε εκπληρώσει δύο βασικούς στόχους, την σταθεροποίηση της οικονομίας και την τακτοποίηση των δημοσιών οικονομικών».
Υπογράμμισε δε ότι «μετά από οχτώ χρόνια ύφεσης, το 2017 επιστρέψαμε σε θετικούς και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, προβλέπουν ότι η θετική δυναμική θα συνεχιστεί. Αυτή η δυναμική της οικονομίας αποτυπώθηκε και στον τομέα της απασχόλησης, με τη δημιουργία περισσότερων από 300.000 νέων θέσεων εργασίας από το 2015 έως σήμερα, το 70% των οποίων είναι πλήρους απασχόλησης, και τη μείωση της ανεργίας στο 18,6% τον Σεπτέμβριο του 2018″. Επισήμανε, επίσης, ότι«μετά από μια μακρά περίοδο μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής, τα δημόσια οικονομικά έχουν αναταχθεί και οι προϋπολογισμοί είναι πλεονασματικοί, ενώ για την επόμενη τετραετία έχουμε διασφαλίσει έναν σοβαρό δημοσιονομικό χώρο που μας επιτρέπει να προχωρούμε σε παρεμβάσεις ελαφρύνσεων και κοινωνικών παροχών».
Όπως ανέφερε η υπουργός Εργασίας, ο χώρος αυτός «ξεκινά από τα 910 εκατ. ευρώ το 2019 και φτάνει τα 3,5 δισ. ευρώ το 2022», ενώ πρόσθεσε ότι «κορυφαίος παράγοντας αυτής της σταθεροποιητικής εικόνας είναι αναμφίβολα η ρύθμιση για το ελληνικό χρέος, καθώς διαμορφώνει ένα σταθερό και βιώσιμο προφίλ αναφορικά με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο».
«Για εμάς, η ανάκτηση της ελευθερίας στον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, πρέπει να συνοδεύονται από πολιτικές που θα βελτιώνουν το εισόδημα και τη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου και πρόσθεσε ότι με αυτή την κεντρική στόχευση, ήδη υλοποιούνται συγκεκριμένα μέτρα: «τους τελευταίους τέσσερις μήνες έχουμε κάνει πράξη: την οριστική και αμετάκλητη ακύρωση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων αλλά και αυξήσεις για τους συνταξιούχους για τα επόμενα πέντε χρόνια, ολοκληρώνουμε τη διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, μειώνουμε τις ασφαλιστικές εισφορές για τους μη μισθωτούς, μειώνουμε και τον ΕΝΦΙΑ και τη φορολογία των επιχειρήσεων από το 29% σε 25% σε βάθος τετραετίας, χορηγούμε για πρώτη φορά επίδομα στέγασης, συνολικού ύψους 400 εκατ. ευρώ».
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε επίσης αναλυτικά στη μείωση από 1η/1/2019 των ασφαλιστικών εισφορών για 250.000 ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και αυτοαπασχολούμενους γιατρούς, μηχανικούς και δικηγόρους, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στους νέους επιστήμονες, για τους οποίους βελτιώνεται το ισχύον καθεστώς των εκπτώσεων και σημείωσε ότι «σύμφωνα με τα ειδοποιητήρια που εστάλησαν το προηγούμενο διάστημα, ήδη το 88% των μη μισθωτών, περίπου 1.250.000, πληρώνει χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Ουσιαστικά, λοιπόν, το σύνολο των μη μισθωτών, περίπου 1,5 εκατ., ευνοείται με το νέο ασφαλιστικό και τις πρόσθετες ελαφρύνσεις του 2019«.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι υλοποιώντας τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, «νομοθετήσαμε την επιδότηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των νέων εργαζομένων ηλικίας έως 25 ετών, ένα μέτρο που είναι μέρος της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής για την ενίσχυση της εργασίας και την ανάσχεση του brain drain, μιας πολιτικής που έχει ήδη μειώσει την ανεργία των νέων κατά 15%».
Σύμφωνα με την υπουργό εργασίας η κυβέρνηση ουδέποτε συμφώνησε ή αποδέχτηκε την αντίληψη που έθετε τους εργαζόμενους στο περιθώριο. «Στη δική μας αντίληψη, η αύξηση των μισθών και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων αποτελεί προϋπόθεση για μια δίκαιη ανάπτυξη«, επισήμανε. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες για την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε στην επέκταση, ήδη, δέκα κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, και τις νομοθετικές παρεμβάσεις για την προστασία βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, όπως η τήρηση των ωραρίων και η καταβολή των μισθών, και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.