Σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα εξακολουθούν να βρίσκονται τα ποσοστά των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή των ατόμων που είναι εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερους από 12 μήνες παρά την αισθητή μείωση που παρουσιάζουν τα συνολικά ποσοστά των ανέργων τα τρία τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του δευτέρου τριμήνου του 2017 οι μακροχρόνια άνεργοι ανέρχονται σε 752.000 άτομα -ποσοστό 74%- επί του συνολικού αριθμού του 1.016.600 ανέργων. Αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων που έχουν καταγραφεί στο δεύτερο τρίμηνο του έτους τα 10 τελευταία έτη, δηλαδή την περίοδο 2008-2017.
Συγκεκριμένα, το 2014 στο δεύτερο τρίμηνο του έτους το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είχε ανέλθει στο 74,4% του συνόλου. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, δηλαδή το 35,3% του συνολικού αριθμού των ανέργων, δηλαδή 359.700 άτομα, είναι εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερα από τέσσερα έτη.
Αποκλεισμός και «αποθάρρυνση»
Η διαμόρφωση ενός σκληρού πυρήνα ανέργων, με περισσότερους από 350.000 να βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία σύμφωνα με τους μελετητές διαμορφώνουν ένα στεγανό και αδιαπέραστο πλαίσιο «αποθάρρυνσης» του ανέργου. Δηλαδή, διαμορφώνεται η πεποίθηση στον άνεργο πως δεν πρόκειται ποτέ να εργαστεί ξανά. Αυτή η «αποθάρρυνση» είναι απόρροια της συσσώρευσης αρνητικών εμπειριών και επαναλαμβανόμενων αποτυχιών κατά την αναζήτηση εργασίας για πολλά χρόνια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έρευνα του παρατηρητηρίου Εργασίας της ΓΣΕΕ, υπήρξε περίπτωση άνεργης γυναίκας η οποία από τον Σεπτέμβριο του 2011 μέχρι τον Ιανουάριο του 2013 είχε αποστείλει 212 βιογραφικά προκειμένου να βρει δουλειά, χωρίς όμως να έχει κάποιο αποτέλεσμα.
Τα δεδομένα της παρατεταμένης – μακροχρόνιας ανεργίας δημιουργούν έντονο προβληματισμό και στους αρμόδιους φορείς του υπουργείου Εργασίας, καθώς στη συντριπτική τους πλειονότητα οι σχετικές έρευνες επισημαίνουν το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται οι άνεργοι οι οποίοι βρίσκονται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός εργασίας. Δηλαδή, όσο μεγαλώνει η διάρκεια ανεργίας τόσο περισσότερο επιδεινώνονται οι δεξιότητές του και τόσο πιο δύσκολο γίνεται να βρει δουλειά στο μέλλον. Ουσιαστικά πρόκειται τις περισσότερες φορές για ανέργους άνω των 40 – 45 ετών, οι οποίοι βιώνουν με έντονο τρόπο τον αποκλεισμό τους από μια αγορά εργασίας η οποία, σύμφωνα με όλες τις έρευνες, επιλέγει να προσλαμβάνει πολύ νεότερους σε ηλικία.
Μάλιστα, το θέμα αυτό έθιξε μόλις πριν από μερικές ημέρες σε διεθνές συνέδριο στην Βιέννη η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου, η οποία επεσήμανε: «Υποστηρίζουμε με συγκεκριμένες δράσεις τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα για να προσλάβουν ανέργους ηλικίας άνω των 50 ετών, όμως τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά». Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας διαμόρφωσε τα νέα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, τα οποία έχουν σχεδιαστεί με βάση τις ανάγκες των μακροχρόνια ανέργων αλλά και των τοπικών κοινωνιών. Επισημαίνεται πάντως ότι η Ελλάδα παρουσίαζε ένα υψηλό ποσοστό μακροχρόνια ανέργων ακόμη και κατά την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση (49,2% του συνόλου της ανεργίας το 2008, ΕΛΣΤΑΤ), κάτι που αποτελεί όχι απλά ένδειξη, αλλά απόδειξη του ότι διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία υπήρχαν και τότε, πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση.
ΠΗΓΗ: Capital