Η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη επιτύχει τον απαραίτητο μετασχηματισμό που θα επιτρέψει την επιστροφή της χώρας σε ρυθμούς ανάπτυξης και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δε στρέφονται με τον αναγκαίο ρυθμό στους εξαγωγικούς κλάδους που η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Από την πλευρά του, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν εξασφαλίζει στους νέους τις δεξιότητες εκείνες που επιβάλλουν οι σύγχρονες τάσεις της διεθνούς οικονομίας και οι σημερινές αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. Μόνο αν η επιχειρηματική και εκπαιδευτική κοινότητα συντονίσουν το βηματισμό τους για να οδηγήσουν την οικονομία στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο, σύμφωνα και με το παράδειγμα μιας σειράς από βέλτιστες πρακτικές, θα μπορέσει η χώρα να οδηγηθεί σε ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν από τη νέα μελέτη που εκπόνησαν από κοινού η ΕΥ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) και η Endeavor Greece, με τίτλο «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: Ζητείται προσέγγιση«.
Η μελέτη κατέγραψε τα στοιχεία επιχειρήσεων για την έναρξη και διακοπή λειτουργίας κατά την περίοδο της κρίσης, διαπιστώνοντας ότι, με εξαίρεση τον τουρισμό, η επιχειρηματικότητα δεν έχει ακόμη στραφεί στους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν πραγματικές ευκαιρίες ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Κρίσιμοι κλάδοι, όπως η παραγωγή τροφίμων, η ενέργεια και η έρευνα, παρουσιάζουν σημαντική μείωση μεταξύ 2012 και 2016 και έντονα αρνητικό ισοζύγιο το 2016. Αντίθετα, πρώτη επιλογή των νέων επιχειρηματιών παραμένει ο κατ’ εξοχήν εσωστρεφής κλάδος της εστίασης.
Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία της απασχόλησης κατά την περίοδο της κρίσης. Η μελέτη καταγράφει τους κλάδους που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας, εκείνους που ανθίστανται στην κρίση και εκείνους που, παρά τη γενική καθίζηση, εξακολουθούν να αναπτύσσονται.
Ο κλάδος των κατασκευών, στον οποίο είχε σε μεγάλο βαθμό στηριχτεί η ανάπτυξη κατά την προηγούμενη δεκαετία, υπέστη το βαρύτερο πλήγμα, χάνοντας το 63,7% των θέσεων εργασίας, ή πάνω από 255.000 εργαζόμενους. Η μεταποίηση ήταν ο δεύτερος σε απώλειες βασικός κλάδος της οικονομίας, έχοντας χάσει πάνω από μια στις τρεις θέσεις εργασίας, ή περισσότερα από 192.000 άτομα. Την ίδια ώρα, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, παρότι παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης, συρρικνώθηκε κατά 20,8%, χάνοντας περισσότερες από 175.000 θέσεις εργασίας. Μόλις πέντε κλάδοι κατέγραψαν αύξηση της απασχόλησης, οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (22,5%), η εστίαση (10,1%), ο τουρισμός (10%) και η ναυτιλία (7,5%), χωρίς, ωστόσο, να καταφέρνουν να αντισταθμίσουν την καθίζηση της υπόλοιπης οικονομίας. Το υψηλότερο ποσοστό αύξησης (22,7%) σημείωσε ο μικρότερος σε απόλυτα μεγέθη κλάδος της ελληνικής οικονομίας, η πληροφορική, δημιουργώντας σχεδόν 5.000 νέες θέσεις εργασίας.
Αντιμέτωπο με τις εξελίξεις αυτές, το εκπαιδευτικό σύστημα δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πρόκληση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων που θα στηρίξουν το επόμενο βήμα της ελληνικής οικονομίας.
Σχεδόν δύο στους πέντε φοιτητές σήμερα φοιτούν σε τρεις βασικές γενικές κατευθύνσεις (ανθρωπιστικές επιστήμες, κοινωνικές επιστήμες & επιστήμες της συμπεριφοράς και επιστήμες εκπαίδευσης & κατάρτισης των διδασκόντων), οι οποίες, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, δεν είναι αυτές που κατεξοχήν χρειάζεται σήμερα η αγορά εργασίας. Την ίδια ώρα, σε έναν τομέα αιχμής, όπως η πληροφορική, κατευθύνεται μόνο το 4% των φοιτητών, παρά την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση ειδικών στην Ελλάδα και την πρόβλεψη για 750.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη έως το 2020.
Σε μία προσπάθεια ποσοτικής αποτίμησης της συνεισφοράς του εκπαιδευτικού συστήματος στους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας, αξιολογήθηκαν τα τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ ως προς τη σχετικότητά τους με τους επιμέρους αναπτυξιακούς τομείς, σταθμισμένα με τους αντίστοιχους αριθμούς των εισακτέων για τα έτη 2016 και 2017. Από την άσκηση αυτή προέκυψε ότι το 53% των φοιτητών κατευθύνονται σε αντικείμενα σπουδών και κλάδους που δε συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Σε αντιδιαστολή, τα μεταπτυχιακά προγράμματα προσφέρουν σε 20.000 φοιτητές ετησίως τη δυνατότητα εξειδίκευσης, μερικής ή ριζικής.
Οι μεταβολές στην κατανομή των προπτυχιακών φοιτητών μεταξύ 2008 και 2015 είναι μόνο οριακές, αναδεικνύοντας την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Οι αλλαγές στους αριθμούς των εισακτέων που ανακοινώθηκαν για το 2017-18 επιβεβαιώνουν την απουσία ενός ξεκάθαρου στρατηγικού σχεδιασμού.
Την ανάγκη ευθυγράμμισης μεταξύ της επιχειρηματικότητας, του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας επιβεβαίωσαν, στο πλαίσιο της μελέτης, στελέχη επιχειρήσεων και φοιτητές.
Οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας έδωσαν έμφαση σε τρία βασικά προβλήματα:
- Αναντιστοιχία των δεξιοτήτων που παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς: Την ώρα που η ανεργία συνεχίζει να ξεπερνά το 20%, οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν σημαντικές ελλείψεις σε κρίσιμες ειδικότητες, όπως η πληροφορική, η τεχνολογία τροφίμων, το προσωπικό θαλάσσης στη ναυτιλία και το εξαγωγικό μάρκετινγκ.
- Γνώσεις που δεν προσαρμόζονται στις εξελίξεις: Σε μια εποχή που όλες ανεξαιρέτως οι επιστήμες προχωρούν με άλματα, τα προγράμματα σπουδών στα περισσότερα γνωστικά αντικείμενα δεν προσαρμόζονται, ενώ ακόμη και οι φοιτητές που αποφοιτούν με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο, συχνά δεν έχουν επαφή με την πρακτική εφαρμογή της επιστήμης τους.
- Απουσία soft skills: Το μεγαλύτερο έλλειμμα, σύμφωνα με τα στελέχη, αφορά στη γενικότερη επαγγελματική συμπεριφορά και συνδέεται με την κατανόηση της λειτουργίας μιας επιχείρησης και του ρόλου του εργαζομένου σε αυτήν: κοινή λογική, ομαδική εργασία, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, θετικός χαρακτήρας, διαχείριση της πληροφορίας, επικοινωνιακές δεξιότητες, δημιουργικότητα, πελατοκεντρική νοοτροπία.
Από την πλευρά τους, οι φοιτητές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα περιβάλλον με το οποίο ελάχιστα έχουν εξοικειωθεί και το οποίο δυσκολεύονται να χαρτογραφήσουν. Διαμαρτύρονται για ανεπαρκή σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό, έλλειψη οργανωμένης πληροφόρησης, μη ενεργή συμμετοχή των καθηγητών, και αδιαφορία από τις επιχειρήσεις και τα ΑΕΙ. Θα ήθελαν να δουν, μεταξύ άλλων, αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών, ευκαιρίες πρακτικής άσκησης, οργανωμένη πληροφόρηση, σεμινάρια, career days, mentoring από στελέχη επιχειρήσεων και καθηγητές, συμμετοχή σε projects από τις εταιρείες κ.α.
Στη μελέτη, καταγράφονται 30 βέλτιστες πρακτικές που ήδη υλοποιούνται, αποδεικνύοντας ότι και στην Ελλάδα μπορούμε να συνδέσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα με το επιχειρείν, με στόχο τις αναπτυξιακές προοπτικές. Οι βέλτιστες αυτές πρακτικές μπορούν να αξιοποιηθούν ως οδηγός για να επεκταθούν συστηματικά στο ευρύτερο φάσμα της εκπαίδευσης και του επιχειρείν.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η μελέτη καταλήγει σε μια δέσμη προτάσεων για την ευθυγράμμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς. Οι βασικές προτάσεις, οι οποίες απευθύνονται στην Πολιτεία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και την επιχειρηματική κοινότητα, είναι οι ακόλουθες:
- Ριζική επανειδίκευση σε ειδικότητες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλλά και καθιέρωση παρόμοιων προγραμμάτων για στελέχη εταιρειών
- Διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για τη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την απασχόληση
- Επανασχεδιασμός πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, με έμφαση στην αγορά εργασίας
- Οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων, με έμφαση σε νέες ή/και υβριδικές ειδικότητες
- Ενίσχυση των μαθημάτων επαγγελματικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση
- Αναβάθμιση και καθιέρωση ως υποχρεωτικής της πρακτικής άσκησης για φοιτητές σε επιχειρήσεις τόσο της Ελλάδας, όσο και του εξωτερικού, και κοινωνικούς φορείς/οργανισμούς
- Καθιέρωση εθνικού προγράμματος Erasmus
- Παροχή κινήτρων επαναπατρισμού επιτυχημένων επαγγελματιών από το εξωτερικό
- Οργάνωση πανεπιστημιακών καλοκαιρινών σχολείων για μαθητές Λυκείου
- Λειτουργία στην Ελλάδα διεθνών κέντρων εκπαίδευσης σε τομείς στρατηγικής σημασίας (π.χ. τουρισμός, ναυτιλία, αγροτική παραγωγή)
Παρουσιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, οι κκ. Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Γεώργιος Δουκίδης, Επιστημονικός Υπεύθυνος ACEin του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και Χάρης Μακρυνιώτης, Διευθύνων Σύμβουλος της Endeavor Greece, τόνισαν: «Η ελληνική οικονομία πρέπει να επανέλθει το ταχύτερο σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Μεταξύ των προϋποθέσεων για να συμβεί αυτό, είναι και η ευθυγράμμιση της επιχειρηματικής κοινότητας και του εκπαιδευτικού συστήματος με τις απαιτήσεις του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Αυτό απαιτεί ριζικό επανασχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών και της κατανομής των φοιτητών, αποτελεσματικά προγράμματα επανειδίκευσης και μια σειρά από κοινές δράσεις επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και Πολιτείας. Ελπίζουμε η μελέτη αυτή να οδηγήσει σε ένα ευρύτερο διάλογο, αλλά, κυρίως, στην ανάληψη αποτελεσματικών πρωτοβουλιών από τα εμπλεκόμενα μέρη».