Η εκπαίδευση συνιστά «μια καλή προστασία κατά της ανεργίας και βελτιώνει την πιθανότητα διατήρησης της θέσης εργασίας σε καιρό οικονομικής κρίσης», αποκαλύπτει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατά τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσής του υπό τον τίτλο «Τα βλέμματα στην εκπαίδευση».
«Η κρίση υπογραμμίζει τη σημασία των σπουδών», επιμένει ο οργανισμός αναφερόμενος στην οικονομική θύελλα που ξέσπασε το 2008 κι ενώ οι φόβοι μιας νέας ύφεσης της οικονομίας και η παρατεταμένη κρίση στη ζώνη του ευρώ βαρύνουν την αγορά εργασίας και την απασχόληση.
Οι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης είναι «πολύ λιγότεροι μεταξύ αυτών που έχασαν τη δουλειά τους κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση σε σχέση με αυτούς που εγκατέλειψαν το σχολείο», σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Το 2009, «το ποσοστό ανεργίας στους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης έμεινε σταθερό στο 4,4% κατά μέσο όρο στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ αυτών που δεν έχουν ολοκληρώσει τη φοίτηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 11,5% έναντι 8,7% το 2008.
«Αυτό έρχεται να προστεθεί στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας στους νέους, οι οποίοι σήμερα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 17% στη ζώνη του ΟΟΣΑ». Τουλάχιστον το ήμισυ των νέων ηλικίας 15 έως 19 ετών που δεν πήγαν στο σχολείο είναι άνεργοι ή ανενεργοί.
«Το γεγονός ότι εγκαταλείπουν το σχολείο έχει σοβαρές συνέπειες τόσο για τους ίδιους προσωπικά όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της», υπογραμμίζει στην έκθεση ο Ανχελ Γκουρία, ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ που αριθμεί 34 κράτη μέλη.
Επίσης, «παρά τους σφιχτούς προϋπολογισμούς», για να αντισταθούν στην οικονομική κρίση, «τα κράτη πρέπει να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους στην παιδεία ώστε να προστατεύσουν το επίπεδο της ποιότητας της διδασκαλίας, κυρίως για τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, προτρέπει ο Γκουρία.
Τα κράτη που ενεργούν κατ΄αυτόν τον τρόπο αντλούν μακροπρόθεσμα οφέλη, καθώς όσοι έχουν περισσότερα πτυχία καταφεύγουν σε γενικές γραμμές λιγότερο στο σύστημα αποζημίωσης ή κοινωνικής βοήθειας, ενώ πληρώνουν περισσότερους φόρους όταν εισέρχονται στην εργασιακή ζωή.
Ένας πτυχιούχος ανώτατης σχολής θα καταβάλλει «κατά μέσο όρο 91.000 δολάρια σε φόρους επί των εσόδων του και κοινωνικές συνεισφορές κατά τον εργασιακό του βίο, δηλαδή περισσότερα από αυτά που πλήρωσε το κράτος για την εκπαίδευσή του.
Η έκθεση δείχνει επίσης ότι οι εργαζόμενοι, οι πλέον εξειδικευμένοι στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν στις δύο χώρες μαζί το 47% των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στις χώρες του ΟΟΣΑ και ότι «έδωσαν στις χώρες τους μια προώθηση σε πολλούς τομείς υψηλής τεχνικότητας».
Ωστόσο η κατάσταση αλλάζει: «σήμερα ένας συνταξιούχος πτυχιούχος ανώτατης εκπαίδευσης στους τρεις διαμένει στις ΗΠΑ, αλλά μεταξύ των εργαζόμενων νέων, μόλις ένας πτυχιούχος στους πέντε κατοικεί στη χώρα αυτή».
Αντίθετα, το 5% μόνο των ενηλίκων στην Κίνα έχουν πτυχίο αλλά λόγω του μεγέθους του πληθυσμού της, η Κίνα βρίσκεται πλέον μπροστά από την Ιαπωνία, στη δεύτερη θέση πίσω από τις ΗΠΑ, για το ποσοστό των πτυχιούχων της στις χώρες του ΟΟΣΑ και της G20.
Η έκθεση των 530 σελίδων αποκαλύπτει επίσης ότι το 2008, οι χώρες του ΟΟΣΑ επένδυσαν το 6,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους στην παιδεία.
Μεταξύ 2000 και 2009, οι αποδοχές των εκπαιδευτικών αυξήθηκαν σε πραγματική αξία στις περισσότερες χώρες, με τη Γαλλία και την Ελβετία να αποτελούν την εξαίρεση.
Οι γυναίκες αποτελούν την «πλειοψηφία των φοιτητών και των πτυχιούχων σχεδόν στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ».