«Μεγάλη υποχώρηση των τιμών στον τομέα ένδυσης και υπόδησης στα καταστήματα μικρού μεγέθους διαπιστώνει έρευνα από το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου ενώ για τα τρόφιμα, προκύπτει ότι οι μικροί έμποροι προσπαθούν να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές εντούτοις οι τιμές των προϊόντων κινήθηκαν ανοδικά, με επιβραδυνόμενο όμως ρυθμό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος και της ΕΛΣΤΑΤ.
«Οι μικρές επιχειρήσεις μειώνουν ευκολότερα και περισσότερο τις τιμές από τις επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους» όπως αναφέρει στα συμπεράσματά της η έρευνα του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ.
Σημειώνεται ότι η έρευνα επικεντρώθηκε στους δύο κατεξοχήν υποκλάδους του λιανικού, την ένδυση και την υπόδηση και αφορά τις απόλυτες τιμές αγαθών ευρείας κατανάλωσης, όπως και τον ρυθμό μεταβολής τους. Επιπλέον, τιμοληψία πραγματοποιήθηκε και σε μικρά καταστήματα τροφίμων (mini markets). Η διαφορά με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ έγκειται στο γεγονός ότι στο δείγμα περιλαμβάνονται μόνο οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, όσες δηλαδή παρουσιάζουν κύκλο εργασιών μικρότερο των 200.000 ευρώ και δεν περιλαμβάνονται στη δειγματοληψία της ΕΛΣΤΑΤ. Το ερωτηματολόγιο διαμορφώθηκε κατόπιν συναντήσεων και συζητήσεων με εκπροσώπους των μεγαλύτερων επιχειρήσεων λιανικής των συγκεκριμένων υποκλάδων που γνωρίζουν καλά τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, στα πρότυπα του αντίστοιχου ερωτηματολογίου της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ πολύτιμη ήταν και η συνεισφορά των ιδιοκτητών εμπορικών επιχειρήσεων λιανικής των συγκεκριμένων υποκλάδων, οι οποίοι είχαν πλήρη επίγνωση των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά.
Αναφορικά με τον τζίρο των μικρών αυτών επιχειρήσεων είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ακριβώς διότι δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή. Παρ όλα αυτά, οι πρωτογενείς έρευνες του ΙΝΕΜΥ, δείχνουν ότι στο σύνολο του λιανικού εμπορίου οι μικρές επιχειρήσεις παρουσίασαν μείωση τζίρου της τάξης του 55% συσωρευτικά από το 2009 έως σήμερα, ενώ η εκτίμηση για το 2013 κάνει λόγο για απώλειες τζίρου ύψους 30%. Σε αυτή την περίπτωση, και σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της τιμοληψίας του ΙΝΕΜΥ, αναδεικνύεται έντονα η προσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής των μικρών επιχειρήσεων στις αυξανόμενες πιέσεις του τζίρου τους, επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις εργασίας.
Πάνως σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ οι τιμές σε προϊόντα ένδυσης και υπόδησης το 2012 έχουν υποχωρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό σε σχέση με το 2011 (-21,3%) ενώ σε σχέση με το 2011 η διαπραγμάτευση (το παζάρι) της τιμής έχει λάβει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα, ακόμα και σε προϊόντα με εξαιρετικά χαμηλές τιμές. (π.χ. αξίας 3 ευρώ). Μάλιστα ακόμη και στη νέα χαμηλότερη τιμή που πετυχαίνουν οι καταναλωτές κατόπιν διαπραγμάτευσης (παζάρι) ζητούν απόδειξη.
Η σωρευτική συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων για την περίοδο 2010 -2012, κυμαίνεται μεταξύ 40%-60%, σύμφωνα με δηλώσεις των επιχειρηματιών, με κυριότερη αιτία της εν λόγω εξέλιξης τη μείωση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος των καταναλωτών, μία παράμετρος η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την περικοπή των εορταστικών δώρων στο δημόσιο τομέα. Δευτερευούσης σημασίας αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες για την κατακόρυφη πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων αποτελούν η αβεβαιότητα αναφορικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις καθώς επίσης η έλλειψη ρευστότητας και η διακοπή πίστωσης από τους προμηθευτές, οι οποίοι πλέον επιθυμούν την εκ των προτέρων και εις ολόκληρον πληρωμή του εμπορεύματος.
Τέλος, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, όχι μόνο έχουν απορροφήσει τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) αλλά παράλληλα έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδος τους προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές, να συγκρατήσουν την πτώση του κύκλου εργασιών τους και τελικά να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, την στιγμή που το κόστος κτήσης-προμήθειας των προϊόντων τους παραμένει σταθερά υψηλό.
Εξελίξεις στον κλάδο των Τροφίμων
Το ΙΝΕΜΥ, προχώρησε σε καταγραφή των τιμών σε επιλεγμένα προϊόντα σε mini-markets της Αθήνας και προκύπτει ότι οι τιμές των προϊόντων κινήθηκαν ανοδικά, με επιβραδυνόμενο όμως ρυθμό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος και της ΕΛΣΤΑΤ οι οποίες αντλούν τα πρωτογενή τους δεδομένα από τις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίθετα, οι μικρομεσαίοι έμποροι δήλωσαν πως προσπαθούν διαρκώς να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύγκριση των μεταβολών των τιμών των τροφίμων στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε.-27 αλλά και την Ευρωζώνη-17. Η ύφεση εκδηλώθηκε στην Ευρωζώνη νωρίτερα από ότι στην Ελλάδα ενώ οι πολλά κράτη μέλη φάνηκε να ανακάμπτουν, έστω με χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Αντίθετα στην Ελλάδα η οικονομική κρίση εκδηλώθηκε το 2008 και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Ειδικότερα για την Ελλάδα, η οικονομική ύφεση συρρίκνωσε το διαθέσιμο εισόδημα και φυσικά την κατανάλωση αλλά οι τιμές στην κατηγορία των τροφίμων συνέχισαν να αυξάνονται. Βέβαια, από το 2012 ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνεται ενώ τα στοιχεία για το πρώτο δίμηνο του 2013 κάνουν λόγο για πολύ μικρές ποσοστιαίες αυξήσεις τιμών οι οποίες αρχίζουν να αντανακλούν τις νέες οικονομικές συνθήκες στη χώρα, αν και με καθυστέρηση. Επιπτώσεις στο επίπεδο των τιμών από το κλείσιμο των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων
Το ΙΝΕΜΥ προχωρησε και σε μια υπόθεση εργασίας συμφωνα με την οποία: Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα έντονες καθώς έχει καταγραφεί μεγάλη πτώση του ΑΕΠ και του εισοδήματος, υψηλή ανεργία και φυσικά μεγάλη υποχώρηση της κατανάλωσης και γενικότερα της ζήτησης. Σύμφωνα με τη νεοκλασική οικονομική θεωρία, η πτώση της ζήτησης θα οδηγούσε σε συρρίκνωση του επιπέδου των τιμών και η αγορά θα ισορροπούσε σε ένα νέο σημείο, με χαμηλότερο όμως ύψος προϊόντος. Η εκτίμηση αυτή, σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των τιμών, δεν φάνηκε να επιβεβαιώνεται στην πράξη καθώς μόλις τους τελευταίους μήνες καταγράφηκε ήπιος αποπληθωρισμός.
Μία πιθανή εξήγηση για αυτή τη συμπεριφορά των τιμών θα μπορούσε να προέλθει από το κλείσιμο των μικρών εμπορικών καταστημάτων εξαιτίας της ύφεσης. Η οριστική διακοπή της λειτουργίας και ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, ενδεχομένως να διεύρυνε τις δυνατότητες επηρεασμού του επιπέδου των τιμών από τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς η μείωση των μικρών ίσως να οδηγούσε σε ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς.
Σημειώνεται πως το μέγεθος των μικρών καταστημάτων δεν τους επιτρέπει να επιδρούν στην τιμή του προϊόντος αλλά χαρακτηρίζονται ως αποδέκτες τιμών, δηλαδή οι μεταβολές στην ποσότητα που διακινούν και πωλούν δεν επηρεάζουν το επίπεδο των τιμών. Συνεπώς, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο με βάση το υπόδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού, ο οποίος και θεωρείται ως η πλέον αποτελεσματική μορφή αγοράς.
Καθώς όμως η οικονομική κρίση βαθαίνει και όλο και περισσότερα μικρά καταστήματα κλείνουν, οι μεγάλες επιχειρήσεις ενισχύουν τη θέση τους και ίσως τη δυνατότητά τους να χειραγωγούν τις τιμές, καθώς ο ανταγωνισμός συρρικνώνεται. Εάν τελικά η αγορά καταλήξει σε ολιγοπωλιακή διάρθρωση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να διογκωθούν οι τιμές διάθεσης του προϊόντος και να μειωθεί η ποσότητα ισορροπίας.
Εκτιμάται ότι ο σχετικά μικρός αριθμός εμπορικών επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, που θα δραστηριοποιείται πλέον όταν κλείσουν οι χιλιάδες μικρές, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μονοψωνιακή διάρθρωση την αγορά συντελεστών (κυρίως εργασίας) αυξάνοντας την πίεση για περαιτέρω χαμηλούς μισθούς και χειρότερους όρους εργασίας γενικότερα. Οι σκέψεις αυές εντείνονται αν ληφθεί υπόψη η ιστορικά υψηλή ανεργία και κυρίως η εξαιρετικά μεγάλη αβεβαιότητα, γεγονός που καθιστά τους εργαζόμενους εξαιρετικά διστακτικούς στη μετακίνηση εντός της Ελλάδος.