Ελεύθεροι αφέθηκαν μετά τις απολογίες τους, ο ιδρυτής της κοινωνικής κουζίνας ο «Άλλος Άνθρωπος» Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος και δύο συγγενικά του πρόσωπα. Στον ιδρυτή της κοινωνικής κουζίνας επιβλήθηκε ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα ενώ στα άλλα δύο συγγενικά του πρόσωπα δεν επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι.
Οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν για τις κατηγορίες της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, οι οποίες αφορούν τη διαχείριση των δωρεών που δίνονταν από χιλιάδες συμπολίτες μας για την παροχή δωρεάν γευμάτων σε απόρους από την κοινωνική κουζίνα. Ο ιδρυτής της οργάνωσης Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος φαίνεται να χρησιμοποιούσε μεγάλο μέρος των χρηματικών προσφορών για ατομικές του επιλογές και όχι για τα γεύματα της Κουζίνας.
Ο ίδιος, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνήθηκε πλήρως τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως όλες οι κινήσεις στους λογαριασμούς της ΜΚΟ είναι νόμιμες.
Μεταξύ των στοιχείων που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος είναι και αποδείξεις για αγορές που έγιναν για τη ΜΚΟ ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ, ενώ το ελεγχόμενο ποσό ανέρχεται στα 650.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος ζήτησε, μάλιστα την μετατροπή του κατηγορητηρίου, σε αδικήματα πλημμεληματικής μορφής.
Την ίδια στάση της άρνησης των κατηγοριών τήρησαν στις απολογίες τους και η μητέρα και ο γαμπρός του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου. Ο γαμπρός του ιδρυτή της Κοινωνικής Κουζίνας, μάλιστα, είπε πως δεν γνώριζε ότι παίζει στοιχηματικά παιχνίδια, ενώ είπε πως του ζήτησε να βάλει χρήματα σε λογαριασμό του, που προέρχονταν από την κοινωνική κουζίνα για τις ανάγκες των σεισμόπληκτων της Τουρκίας.
Κατά πληροφορίες, μάλιστα, στο πολυσέλιδο υπόμνημα του αναφέρει: «Δεν είχα εν τοις πράγμασι κανένα έλεγχο του ίδιου του λογαριασμού μου και εξηγούμαι. Ο κ Πολυχρονόπουλος ζητώντας την «βοήθειά» μου και έχοντας πλέον στην κατοχή του τη μία χρεωστική κάρτα που αντιστοιχούσε σε αυτόν, είχε τη δυνατότητα να κάνει οποιαδήποτε συναλλαγή αυτός ήθελε και που οπωσδήποτε τότε πίστευα πως σχετιζόταν με τη δομή του, χωρίς να μου δώσει καμία αναφορά για το οτιδήποτε.
Ας είμαστε απόλυτα ρεαλιστές όμως. Ούτε εγώ του ζητούσα να μου δώσει και κάποια αναφορά καθώς όποιο ποσό και αν διακινούνταν μέσω του λογαριασμού μου ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΟΡΟΥΣΕ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΗΝ ΜΕ ΑΥΤΟ! Είχα την εδραία πεποίθηση πως συνέχιζε τη λειτουργία της δομής, την έβλεπα ή και μάθαινα για αυτή συνεχώς και αδιαλείπτως και δεν είχα καμία μα καμία πληροφόρηση για το αν τα χρήματα που διακινούνταν από το λογαριασμό μου κατέληγαν σε αλλότριες δραστηριότητες. Δεν ζήτησα και δεν έλαβα τον καιρό εκείνο κάποια αναλυτική κατάσταση της κίνησης του λογαριασμού μου, ούτε και διατηρούσα βιβλιάριο. Η μοναδική κατ’ ουσίαν σχέση μου με το λογαριασμό μου δηλαδή περιοριζόταν στην ανάληψη τηςμισθοδοσίας μου και των σχετικών αυτής παροχών».