Φρένο στις πρόωρες αποφυλακίσεις για σοβαρά εγκλήματα που υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποφασιστούν από τα αρμόδια Συμβούλια Πλημμελειοδικών με την έκτιση μόλις των 2/5 της ποινής βάζει διάταξη Φλωρίδη, με την οποία η χώρα μας συμμορφώνεται με παλαιότερες και πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Στρασβούργο.
Με τη ρύθμιση αυτή τα θύματα θα έχουν στο εξής λόγο για την υπό όρους αποφυλάκιση καταδικασμένων για εγκλήματα, όπως οι δολοφονίες, οι κακοποιήσεις, οι βιασμοί, η παιδοφιλία. Οπως προβλέπει μεταξύ άλλων η διάταξη, «δικαιούται να καταθέσει γραπτό υπόμνημα ενώπιον της γραμματείας του αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών (σ.σ.: που αποφασίζει για την πρόωρη αποφυλάκιση ή μη) το πρόσωπο (σ.σ.: το θύμα ή οι συγγενείς του) που είχε δηλώσει υποστήριξη της κατηγορίας, αφού ειδοποιηθεί με κάθε πρόσφορο τρόπο πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση».
Κατηγορία εγκλημάτων
Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται για την ειδική κατηγορία των εγκλημάτων που ενέχουν στοιχεία βίας ή στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας -για παράδειγμα, η ανθρωποκτονία, η σωματεμπορία, ο βιασμός, η απόπειρα ανθρωποκτονίας, η ενδοοικογενειακή βία- και ίσως δημιουργούν στο θύμα ή στους δικούς του ανθρώπους επιφυλάξεις και φοβίες για τον κίνδυνο αντεκδίκησης ή επανάληψης των εγκλημάτων από τον δράστη, εφόσον αυτός ανακτήσει την ελευθερία του μέσω της απόφασης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Με τον τρόπο αυτό έχει και το θύμα λόγο στο στάδιο της διαμόρφωσης κρίσης του συμβουλίου, αλλά και λαμβάνει γνώση των διεργασιών για την τύχη του δράστη ή της δράστιδας, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την περίπτωση που το θύμα διαμένει στην ίδια περιοχή ή εργάζεται στο ίδιο περιβάλλον με τον καταδικασμένο προκειμένου, εφόσον αποφασιστεί η αποφυλάκισή του, να επιβάλει τους πρόσφορους και αναγκαίους περιοριστικούς όρους.
Η «με κάθε πρόσφορο μέσο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην προτεινόμενη διάταξη, ενημέρωση του θύματος -που δεν προβλέπεται σήμερα- θεσμοθετείται επίσης προκειμένου να γνωρίζει και αν χρειαστεί να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα αυτοπροστασίας, μεταξύ των οποίων κυρίως την αποφυγή συναναστροφής του με τον δράστη και την ψυχολογική υποστήριξή του. Σημειώνεται ότι είναι αρκετές οι περιπτώσεις καταδικασμένων που αποφυλακίζονται με περιοριστικούς όρους και ξαναεγκληματούν, όπως και θυμάτων που ζουν με τον φόβο από τη στιγμή που οι δράστες αποφυλακίζονται -και μάλιστα πρόωρα- με όρους.
Είναι ενδιαφέρον ότι προσεχώς πρόκειται να ξεκινήσει στο Εφετείο η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της υπόθεσης της επίθεσης με βιτριόλι στην Ιωάννα Παλιοσπύρου από την Εφη Κακαράντζουλα, η οποία είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων και 3 μηνών χωρίς ελαφρυντικά.
Ωστόσο, σε έναν χρόνο η δράστις θα έχει δικαίωμα να ζητήσει την αποφυλάκισή της υπό όρους, ένα ενδεχόμενο για το οποίο έχει μιλήσει δημοσίως η Παλιοσπύρου: «Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι, δεν μου είναι πολύ ευχάριστο, δεν με κάνει να νιώθω ασφαλής. Πολύ δύσκολο συναίσθημα, αλλά αν το σκεφτείς με τη λογική ότι ένας άνθρωπος σε έχει κυνηγήσει κυριολεκτικά για να σε σκοτώσει μία, δύο και τρεις και πέντε φορές και δεν έχει μετανιώσει παρόλο που έχει συλληφθεί και έχει περάσει δύσκολα στη φυλακή… Αν όλα αυτά δεν τον έχουν κάνει να μετανοήσει, τότε ναι, ανησυχώ». Με τη ρύθμιση Φλωρίδη η Ιωάννα Παλιοσπύρου θα έχει δικαίωμα να καταθέσει υπόμνημα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Θήβας, ενώ θα γνωρίζει εκ των προτέρων το αίτημα για αποφυλάκιση από την Κακαράντζουλα. Το ίδιο θα ισχύσει μόλις ψηφιστεί η διάταξη και για τα θύματα κακοποίησης.
Οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι με τη διάταξη που προωθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης η Ελλάδα σπεύδει να εναρμονίσει τη νομοθεσία της με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο προσφεύγουν πολίτες για παραλείψεις κρατών – είναι μάλιστα η πρώτη χώρα που το πράττει. Η σχετική νομολογία πάει πίσω στο 2014, μετά την προσφυγή πολίτη κατά της Κροατίας: τότε το ΕΔΑΔ είχε αποφανθεί ότι «η τυχόν πρόωρη (ευεργετική) αποφυλάκιση (ή αμνηστία) των φυλακισμένων για ανθρωποκτονίες ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπό το φως του δικαιώματος στη ζωή και νομιμοποιούνται οι συγγενείς των θυμάτων να προσφεύγουν, με την ανωτέρω αιτίαση, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου».
Το ίδιο δικαίωμα έχει αναγνωριστεί το 2021 και στα θύματα των σεξουαλικών αδικημάτων υπό το φως της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Τώρα η χώρα μας ετοιμάζεται να επεκτείνει αυτό το δικαίωμα σε όλη την γκάμα ανάλογων εγκλημάτων, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ανθρωποκτονία και την απόπειρα ανθρωποκτονίας, τις σωματικές βλάβες, την παράνομη κατακράτηση, την παράνομη βία, την αρπαγή ανηλίκων, τον βιασμό, τις γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, την κατάχρηση ανηλίκων, την πορνογραφία ανηλίκων, τις γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους έναντι αμοιβής.
Η υπό όρους αποφυλάκιση υιοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το 1917 ως ένα μέτρο που είχε ως σκοπό την κοινωνική επανένταξη των καταδίκων. Στην πράξη, όμως, έχει χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, πολλές φορές αντιφατικούς: άλλοτε χρησιμοποιείται ως μέσο αποσυμφόρησης των φυλακών και άλλοτε ως μέσο άσκησης αντιεγκληματικής πολιτικής.
Ο νόμος Παρασκευόπουλου
Κομβικό χρονικό σημείο για την αύξηση των πρόωρων αποφυλακίσεων ήταν ο Νόμος Παρασκευόπουλου του 2015, μέσω του οποίου αποφυλακίστηκαν αρκετοί κατάδικοι, οι οποίοι στη συνέχεια συνελήφθησαν για νέες αξιόποινες πράξεις, αλλά και ο Ποινικός Κώδικας που ψηφίστηκε τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2019. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση προπονητή ο οποίος είχε καταδικαστεί κατά συγχώνευση σε 220 χρόνια φυλάκισης για 36 βιασμούς ανηλίκων, αποφυλακίστηκε σε μόλις 12,5 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στις φυλακές απλώς επειδή παραβίασε τους όρους για την αποφυλάκισή του!
Η κατάσταση αυτή οδήγησε με πρωτοβουλία Φλωρίδη σε νέες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα -μεταξύ άλλων και για την υπό όρους αποφυλάκιση-, που ισχύουν από την 1η Μαΐου του 2024. Με το προηγούμενο καθεστώς ήταν η διαγωγή του καταδίκου στη φυλακή το μοναδικό κριτήριο για να τύχει της υφ’ όρων απόλυσης.
Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη, «η αποφυλάκιση υπό όρους μπορεί να μη χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων».
Αυτό που επιβάλλει η συγκεκριμένη διάταξη στους δικαστές είναι να κάνουν μία «εκτίμηση κινδύνου» για τον καταδικασμένο πριν καταλήξουν στην αποφυλάκισή του υπό όρους.
Ωστόσο η διαγωγή του καταδικασμένου κατά την έκτιση της ποινής του παραμένει το πρωταρχικό κριτήριο για να δοθεί η αποφυλάκισή του υπό όρους. Με τη ρύθμιση, που έρχεται να συμπληρώσει την ισχύουσα διάταξη, πλέον το θύμα θα έχει λόγο στο θέμα, καθώς με το υπόμνημά του θα συμβάλλει στη δικαστική διάγνωση σχετικά με το κατά πόσο υπάρχουν πιθανότητες να επαναλάβει το έγκλημα ή τα εγκλήματά του ο καταδικασμένος που ζητά την υπό όρους απόλυση.
Ποινές για παρεμβάσεις στην απονομή Δικαιοσύνης
Πολύ αυστηρή διάταξη-σκούπα για παρεμβάσεις στη δικαστική έρευνα ή σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής δίκης εισάγει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Η σχετική ρύθμιση αφορά τόσο τους ιδιώτες όσο και τους κρατικούς λειτουργούς: «Οποιος παρεμποδίζει την απονομή της δικαιοσύνης ασκώντας αυθαίρετη παρέμβαση, πριν ή κατά τη διάρκεια έρευνας οποιασδήποτε αρχής ή σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, με χρήση σωματικής βίας, απειλής, εκφοβισμού, παραπλάνησης, με κατάχρηση θέσης εξουσίας ή εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης ή με υπόσχεση ωφελήματος, έναντι άλλου, προκειμένου αυτός να δώσει ψευδή κατάθεση ή να μεταβάλει την κατάθεσή του ή να αρνηθεί να καταθέσει ή να αποκρύψει, καταστρέψει, αλλοιώσει, αφαιρέσει, αντικαταστήσει αποδεικτικά στοιχεία ή να εμποδίσει την πρόσβαση σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν η διερευνώμενη πράξη αφορά πλημμέλημα και τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή αν αφορά κακούργημα, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη».
«Η τέλεση αυτών των αξιόποινων πράξεων σχετικά με εγκλήματα του παρόντος νόμου συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση», αναφέρει χαρακτηριστικά η διάταξη που θα μπει σύντομα σε διαβούλευση. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη αφορά και τους οικείους των κατηγορουμένων, οι οποίοι εξακολουθούν και με τις νέες ρυθμίσεις να μη διώκονται για υπόθαλψη εγκληματία.