Τα ευρήματα νέας, μεγάλης ανάλυσης για τις επιπτώσεις της στον πλανήτη. Χάθηκαν 16 εκατομμύρια άνθρωποι.
Η πανδημία που προκάλεσε ο κορωνοϊός μείωσε σημαντικά το προσδόκιμο ζωής σε όλο τον κόσμο κατά τα πρώτα δύο χρόνια της, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων.
Σε μεγάλη έρευνα που πραγματοποίησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εξαιτίας της χάσαμε 1,6 χρόνια από το προσδόκιμο ζωής μας- πολύ περισσότερο απ’ ό,τι υπολόγιζαν έως πρότινος οι επιστήμονες.
Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις της στον ενήλικο πληθυσμό είναι οι μεγαλύτερες των τελευταίων 50 ετών. Υπερβαίνουν ακόμα και εκείνες από πολέμους και φυσικές καταστροφές.
Ειδικότερα, το 84% των κρατών του πλανήτη είδαν το προσδόκιμο ζωής των πληθυσμών τους να μειώνεται την περίοδο 2020-2021. Οι θάνατοι στις ηλικίες άνω των 15 ετών αυξήθηκαν:
Κατά 22% στους άνδρες
Κατά 17% στις γυναίκες
Οι μειώσεις στο προσδόκιμο ζωής από την πανδημία, δεν ήταν παντού οι ίδιες. Μεξικό, Περού και Βολιβία είχαν μερικές από τις μεγαλύτερες, αναφέρουν οι επιστήμονες στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet.
Το μόνο καλό ήταν ότι το 2021 πέθαναν μισό εκατομμύριο λιγότερα παιδιά κάτω των 5 ετών, έναντι του 2019. Παρά, δεν, την μείωση στο προσδόκιμο ζωής, εξακολουθούμε να ζούμε πολύ περισσότερο απ’ όσο κατά το παρελθόν.
Μεταξύ 1950 και 2021 το μέσο προσδόκιμο ζωής στον κόσμο αυξήθηκε κατά 23 χρόνια. Ήταν τα 49 έτη και έφτασε στα 72, λένε οι ερευνητές.
Εκατομμύρια πρόσθετοι θάνατοι
Η πανδημία προκάλεσε 15,9 εκατομμύρια πρόσθετους θανάτους (υπερβάλλουσα θνησιμότητα) την περίοδο 2020-2021, υπολογίζουν. Οι θάνατοι αυτοί οφείλονται είτε στην COVID-19 καθαυτή, είτε στις επιπτώσεις από την πανδημία σε άλλους τομείς της ζωής.
Οι θάνατοι είναι κατά 1 εκατομμύριο περισσότεροι από εκείνους που είχε υπολογίσει αρχικώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα υπολογίζεται με σύγκριση του συνολικού αριθμού των καταγεγραμμένων θανάτων με εκείνους που θα αναμένονταν εάν δεν υπήρχε η πανδημία.
Τα νησιά Μπαρμπέιντος, η Νέα Ζηλανδία και η νησιωτική χώρα Αντίγκουα & Μπαρμπούντα είναι οι χώρες με την μικρότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πρόκειται για απομακρυσμένες περιοχές που δεν βρέθηκαν στο επίκεντρο της πανδημίας.