Στο πάγιο αίτημα της Ελλάδας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά και στις επιπτώσεις που θα έχει η μετατροπή σε μουσουλμανικά τεμένη της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη στον οικουμενικό χαρακτήρα των δυο αυτών μνημείων, αναφέρθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά τον χαιρετισμό της στο Συμπόσιο που διοργανώνει το Ίδρυμα «Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη» στην έδρα της UNESCO στο Παρίσι.
Η κυρία Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στην ιδιαίτερα σημαντική αποστολή της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO, στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας, για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους ή την Αποκατάστασή τους σε περίπτωση Παράνομης Οικειοποίησης. Όπως σημείωσε «Το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα βρίσκεται σε εκκρεμότητα και ευελπιστούμε ότι κάποια στιγμή θα καταστεί δυνατή η διαμεσολάβηση της Επιτροπής για την επίλυση αυτού του σπουδαίου ζητήματος».
Παράλληλα, τόνισε ότι «Κομβικό ζήτημα, για το όποιο έχει ενδιαφερθεί έντονα η UNESCO, είναι αυτό της μετατροπής σε μουσουλμανικά τεμένη της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη». Υπενθύμισε, επίσης, ότι «τόσο με δήλωση της Γενικής Διευθύντριάς της, Audrey Azoulay, όσο και με απόφαση της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομίας κατά τη διάρκεια της 44ης Συνόδου της, εκφράστηκε ανησυχία για τις επιπτώσεις που οι αλλαγές αυτές θα επιφέρουν στον οικουμενικό χαρακτήρα των δύο μνημείων, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς την Τουρκία να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των κατευθυντήριων γραμμών του Οργανισμού. Κατέστη, επίσης, σαφές πως το καθεστώς του μνημείου ως μουσείου εξυπηρετεί βαθύτερες ανάγκες και αξίες και γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει να τροποποιηθεί».
Αναλύοντας το θέμα του Συμποσίου, «Ελλάδα και πολιτιστική κληρονομιά», επισήμανε ότι «είναι θεμελιώδες, πρωτίστως για τους Έλληνες, αλλά και την ίδια την Ευρώπη» και πρόσθεσε ότι «η οικουμενική παρακαταθήκη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα ιδανικά και οι αξίες του, καθώς και η διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής αυτής κληρονομιάς, συγκροτούν όψεις της σύγχρονης ελληνικότητας». Ειδικότερα σημείωσε ότι «η Επανάσταση του 1821 και η αφύπνιση της εθνικής μας συνείδησης οφείλουν πολλά στην ιδεολογική και συμβολική δύναμη της αρχαίας Ελλάδας, στη λατρεία των αρχαιοτήτων από τους Έλληνες και τους φιλέλληνες της εποχής, στην αρετή και την ελευθερία που μας δίδαξαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Όπως γλαφυρά αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ο Μακρυγιάννης, «δι’αυτά πολεμήσαμεν».
Κάνοντας λόγο για την κλασική αρχαιότητα, υπογράμμισε ότι σε αυτήν εντοπίζονται οι καταβολές του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των διανοητικών του οριζόντων στο πεδίο της αισθητικής, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της ανθρώπινης γνώσης και εμπειρίας. «Η ιδιαίτερη σχέση της Ελλάδας με το παρελθόν της, ιδωμένη πολλές φορές μέσα από ξένα κάτοπτρα, έχει διαμορφώσει αποφασιστικά την ιστορική διαδρομή του ελληνισμού και την πρόσληψή του, εντός και εκτός των συνόρων» συμπλήρωσε.
Επιπροσθέτως, τόνισε τον καθοριστικό σε αυτή την πορεία ρόλο της UNESCO, που πρόσφατα γιόρτασε την επέτειο των 75 της χρόνων. Όπως υποστήριξε «η Ελλάδα, ως ιδρυτικό μέλος, έχει στηρίξει και συνεχίζει να στηρίζει το έργο του σημαντικότερου παγκοσμίως οργανισμού για την προώθηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς και την ενίσχυση, μέσω αυτών, των δεσμών μεταξύ των εθνών».
Σχετικά με την ανάδειξη και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, υπογράμμισε ότι «δεν είναι μόνο μια προβολή του ελληνισμού στο παρελθόν, ούτε εξαντλείται στην καταγραφή και διάσωση της ιστορικής μνήμης. Έχει επείγουσα σημασία, για το παρόν και το μέλλον, και διττό χαρακτήρα: παιδαγωγικό, καθώς διεισδύει στον νεοελληνικό τρόπο ζωής, και αναπτυξιακό, με τη μορφή νέων δυνατοτήτων για την οικονομία και την κοινωνία».
Τόνισε ακόμη ότι «Η αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου πρέπει να ενταχθεί σε δημόσιες πολιτικές με ανθρωποκεντρικό και ολιστικό χαρακτήρα, ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης. ‘Αμεση και αποτελεσματική, τόσο σε επίπεδο θεσμών, όσο και ενημέρωσης και εκπαίδευσης των πολιτών, ιδίως των νεότερων γενεών, πρέπει επίσης να είναι η δράση μας για την προστασία των μνημείων από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, στην οποία αυτά καθίστανται ολοένα και πιο ευάλωτα. Η διασύνδεση της πολιτιστικής με την κλιματική ταυτότητα συνιστά κρίσιμη προϋπόθεση για την εμπέδωση της σύγχρονης πολιτικής και οικολογικής συνείδησης».
Στο πλαίσιο αυτό ευχαρίστησε την πρόεδρο του Ιδρύματος Μαριάννα Βαρδινογιάννη για τη διαχρονική και σπουδαία συμβολή τόσο της ίδιας, ως Πρέσβειρας Καλής Θελήσεως της UNESCO, όσο και του Ιδρύματος, στην προώθηση του πολιτισμού και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και χαιρέτισε τη συμμετοχή διακεκριμένων προσωπικοτήτων και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στο συμπόσιο.