Τη μείωση των συντελεστών φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών, την κατάργηση του ΦΠΑ στις δικαστηριακές υπηρεσίες, την μείωση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και τη ρύθμιση διαφόρων άλλων εκκρεμοτήτων ζήτησε η συντονιστική επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
Η επιτροπή συνεδρίασε υπό την προεδρία του προέδρου της Δημήτρη Βερβεσού και εξέφρασε τις επιφυλάξεις της για τη μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων του υπουργείου Δικαιοσύνης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ενώ ζήτησε άμεσα συνάντηση με τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας προκειμένου να παρουσιάσει τα ζητήματα που αφορούν στον δικηγορικό κλάδο.
Ειδικότερα, ο δικηγορικός κόσμος κάλεσε τον πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση, στα πλαίσια της επικείμενης ψήφισης του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, να προχωρήσει άμεσα σε μείωση των συντελεστών φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών και σε μείωση της προκαταβολής φόρου, στη θέσπιση αφορολογήτου ορίου, αντίστοιχου των μισθωτών υπηρεσιών, στην κατάργηση του ΦΠΑ στις δικαστηριακές υπηρεσίες, άλλως στην μετάπτωσή του σε χαμηλότερο συντελεστή, στην επέκταση του ορίου προαιρετικής απαλλαγής από το καθεστώς ΦΠΑ από τις 10.000 ευρώ στις 25.000 ευρώ και στην κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
«Μέτρα αναγκαία» όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση «για την αξιοπρεπή επιβίωση ενός κλάδου, που έχει επιβαρυνθεί με δυσβάστακτες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις».
Ειδικά για την κατάργηση, άλλως τη μετάπτωση του συντελεστή ΦΠΑ σε χαμηλότερη κλίμακα, όπως επισημαίνουν οι πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων, παρέχεται η σχετική ευχέρεια και από το νέο σχέδιο οδηγίας της ΕΕ και αποτελεί αναγκαιότητα, καθώς μειώνει το κόστος των δικαστηριακών υπηρεσιών και διευκολύνει την πρόσβαση των πολιτών, ιδίως των οικονομικά αδύναμων, στην Δικαιοσύνη.
Επίσης, επισημαίνεται ότι η ρύθμιση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων των δικηγόρων, «παρά τις όποιες βελτιώσεις επήλθαν, παραμένουν υπέρμετρες» και είναι προφανές ότι θα πρέπει να υπάρξει άμεσα πλήρης αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Εξάλλου, «το δικηγορικό σώμα έχει διατυπώσει ως γνωστόν συγκεκριμένες και ρεαλιστικές προτάσεις, τις οποίες και θα καταθέσει εκ νέου αρμοδίως» τονίζεται στην ανακοίνωση.
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το δικηγορικό σώμα κατ’ επανάληψη έχει ταχθεί υπέρ των εναλλακτικών μορφών επίλυσης των διαφορών, η υπαγωγή στις οποίες, όμως, θα πρέπει να είναι εκούσια.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «δεν νοείται υποχρεωτικότητα υπαγωγής σε ένα θεσμό, στον οποίο η βούληση των μερών αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του».
Και προσθέτουν ο δικηγόροι ότι «με την έναρξη του νέου δικαστικού έτους λήγει η αναστολή ισχύος των διατάξεων περί υποχρεωτικής υπαγωγής στη διαμεσολάβηση του ν. 4512/2018».
Ως εκ τούτου «καθίσταται αναγκαία η άμεση νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, μετά την αριθ. 34/2018 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που έκρινε ως αντισυνταγματική και αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο την υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης, όπως εισήχθη με τον άνω νόμο».
Παράλληλα, ο δικηγορικός κόσμος εκφράζει τις επιφυλάξεις του για τη μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων του υπουργείου Δικαιοσύνης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και ιδίως των καταστημάτων κράτησης, των σωφρονιστικών και θεραπευτικών καταστημάτων, της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, των υπηρεσιών επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής και στην εκ του λόγου αυτού υποβάθμισή του.
«Η επιβολή και η έκτιση της ποινής» τονίζεται στην ανακοίνωση «όπως και οι συνθήκες κράτησης και τα δικαιώματα των κρατουμένων και ιδίως των ανηλίκων, συνδέονται άμεσα και άρρηκτα με το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και τις προβλεπόμενες δικαστικές εγγυήσεις και δεν είναι νοητή η αποκοπή τους από αυτό. Η διεθνής εμπειρία, άλλωστε, το επιβεβαιώνει.
Η ποινή έχει ως σκοπό τον σωφρονισμό του δράστη και όχι την τιμωρία/εκδίκηση, με απώτερο στόχο την ομαλή επανένταξή του στο κοινωνικό γίγνεσθαι».
Τέλος, η συντονιστική επιτροπή θα ζητήσει άμεσα συνάντηση με τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας προκειμένου να παρουσιάσει τα ζητήματα που αφορούν στον δικηγορικό κλάδο, ενόψει των επικείμενων νομοθετικών πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης.
Θεωρεί δε ως αυτονόητο ότι για οποιοδήποτε θέμα αφορά στη Δικαιοσύνη, στις νομικές σπουδές και στη νομική κοινότητα θα πρέπει να υπάρχει προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τα συλλογικά όργανα του δικηγορικού σώματος, τα οποία αναγνωρίζονται, άλλωστε, και από τον Κώδικα Δικηγόρων ως θεσμικοί σύμβουλοι της πολιτείας.