Αθώοι σε κλίμα συγκίνησης και πανηγυρισμών σε μία κατάμεστη αίθουσα από αλληλέγγυους, κρίθηκαν σήμερα τόσο η Ηριάννα, όσο και ο Περικλής σύμφωνα με την τελική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου.
Μετά από πολυήμερη διαδικασία και με την εισαγγελική πρόταση να ζητά την ενοχή των δύο κατηγορουμένων, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η οποία κήρυξε αθώους τους δύο, που σε πρώτο βαθμό είχαν καταδικαστεί σε κάθειρξη 13 ετών ο καθένας.
Μετά από παραμονή ενός ολόκληρου χρόνου στην φυλακή η 29χρονη διδακτορική υποψήφια στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο 34χρονος πτυχιούχος Γεωπονικής άκουσαν από τον πρόεδρο την κρίση των Εφετών που “ομοφώνως” διατύπωσαν μεταξύ άλλων στο σκεπτικό τους την αρχή πως «οι κοινωνικές επαφές δεν ποινικοποιούνται».
Σύμφωνα με την απόφαση, το δείγμα DNA -πάνω στο οποίο βασίστηκε εν πολλοίς η δημιουργία δικογραφίας για την Ηριάννα και τον συγκατηγορούμενο της- «είναι χαμηλής ποσότητας και ποιότητας εντόνως αμφισβητούμενο».
Επιπλέον όπως ανέφερε ο πρόεδρος, ο βασικός μάρτυρας κατηγορητηρίου δεν κρίθηκε αξιόπιστος ενώ παράλληλα δεν προέκυψε τίποτα μεμπτό από την άρση των τηλεφωνικών συνομιλιών των δύο. Τέλος ούτε στοιχείο για «μισθώσεις για παράνομη δράση προέκυψαν» αλλά ούτε και για παράνομη δραστηριότητα.
Το σκεπτικού του Προέδρου – «Η ιδεολογία και οι κοινωνικές συναναστροφές δεν ποινικοποιούνται»
«Η κατάθεση Παπαλάμπρου (σ.σ. ο αυτόπτης μάρτυρας που «βρήκε τα όπλα» με το DNA και δεν εμφανίστηκε να καταθέσει ούτε πρωτοδίκως ούτε και τώρα στο Εφετείο) ελέγχεται σοβαρά για την αξιοπιστία της. Η άρση του τραπεζικού απορρήτου και οι κατ’ οίκον έρευνες καθώς και οι έρευνες των αυτοκινήτων δεν έδειξαν εμπλοκή. Δεν χρησιμοποίησαν κωδικοποιημένη φρασεολογία κώδικα και ακατανόητες εκφράσεις, δεν αποδείχθηκε ότι μίσθωση της κατοικίας λειτούργησε ως προκάλυμμα πέραν δραστηριοτήτων. Η ιδεολογία και κοινωνικές συναναστροφές δεν ποινικοποιούνται.
Το DNA είναι πληροφοριακό εργαλείο. Είναι ένα εντόνως αμφισβητούμενο δείγμα το οποίο εξαντλήθηκε και δεν δόθηκε η δυνατότητα να εξεταστεί περαιτέρω.
Ακόμα και αν αποδειχθεί όμως δείχνει την επαφή με το αντικείμενο αλλά όχι ότι διέπραξαν εγκλήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του Εφετείου εξηγώντας το σκεπτικό της απόφασής του.
Η πρόταση της εισαγγελέως, η ειρωνεία και οι αντιδράσεις
Σφοδρές αντιδράσεις προκάλεσε στο ακροατήριο και τους αλληλέγγυους που είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα του Εφετείου η αγόρευση και η πρόταση της εισαγγελέως, η οποία υποστήριξε ότι οι δυο κατηγορούμενοι έχουν σφικτό εναγκαλισμό με τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς.
Στην αγόρευσή της η εισαγγελική λειτουργός επέμεινε ιδιαίτερα στις φιλικές σχέσεις του συντρόφου της Ηριάννας -που δικάστηκε και αθωώθηκε ως μέλος της ΣΠΦ- με «δύο σκληρά αρχηγικά μέλη» της οργάνωσης, αλλά και στη σχέση της Ηριάννας με άλλα δύο πρόσωπα που ενεπλάκησαν στην υπόθεση.
«Οι κατηγορούμενοι είναι αναρχικοί» είπε η εισαγγελέας, διευκρινίζοντας πως «δεν ποινικοποιούνται οι φιλικές σχέσεις», καθώς -όπως τόνισε- «δεν είναι φιλικές σχέσεις» αλλά «εναγκαλισμός… Όμοιος ομοίω αεί πελάζει».
Το χρονικό μιας παράλογης ομηρίας
Οι δύο κατηγορούμενοι βρέθηκαν στο στόχαστρο της Αντιτρομοκρατικής τον Μάρτιο του 2011 ύστερα από έφοδο στο σπίτι του συντρόφου της Ηριάννας, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, ο οποίος συγκατοικούσε με τον Περικλή, σπίτι όπου κοιμόταν και η ίδια.
Ο Κωνσταντίνος παραπέμφθηκε σε δίκη ως μέλος της «ΣΦΠ», στην οποία αθωώθηκε, ενώ η Ηριάννα έπειτα από κατάθεση που έδωσε είχε αφεθεί ελεύθερη, αφού δεν προέκυψε κάτι εναντίον της.
Λίγους μήνες μετά, είχε εντοπιστεί στην Πανεπιστημιούπολη ένα μεταλλικό κουτί με όπλα, το οποίο μεταφέρθηκε στα εργαστήρια της Αντιτρομοκρατικής και έναν χρόνο μετά, η πραγματογνωμοσύνη επί του οπλισμού αποφάνθηκε για την ύπαρξη μερικού αποτυπώματος που ανήκει σε «άγνωστο θήλυ». Για την υπόθεση σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος της Ηριάννας και του Περικλή τον Ιανουάριο του 2013, η οποία κατέληξε στην καταδίκη τους εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων όσον αφορά τα «ισχνά στοιχεία» που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές.