«Η ιστορία έχει καταγράψει τη διαφορά ήθους και πολιτικής. Δεν δέχομαι κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης. Αν ξέρετε κάποιον από τον ΣΥΡΙΖΑ που έβγαλε χρήματα στην πλάτη του ελληνικού λαού να μου το πείτε. Πρώτη εγώ θα βγω στους δρόμους», τονίζει η Μπέττυ Μπαζιάνα σε συνέντευξή της που δημοσιεύεται σήμερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» υπό τον τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά δεν πήρε την εξουσία».
Επισημαίνοντας ότι «ο κόσμος των παραδείσιων τόπων ανήκει σε διαφορετικό από μένα αξιακό σύστημα», αναρωτιέται η Μπέττυ Μπαζιάνα «πώς είναι δυνατόν να θεωρείται αξία η ιδιώτευση, το προσωπικό κέρδος σε βάρος του κοινού καλού και του δίκιου».
Μιλώντας όπως επισημαίνει η ίδια ως πολίτης και όχι ως σύζυγος του πρωθυπουργού, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στα δραματικά γεγονότα μέσα και έξω από το Μαξίμου το καλοκαίρι του 2015, τα οποία φαίνεται να την «πονούν»: «Τα τελευταία τρία χρόνια κάθε 5η Ιουλίου κλαίω από νεύρα, από οργή -ναι, κυριολεκτώ», λέει χαρακτηριστικά, ωστόσο υπογραμμίζει ότι «ο Τσίπρας το πήγε ως το όριο της αντοχής που είχε η χώρα. Μέσα σ’ αυτή τη δίνη δεν άλλαξε τον χάρτη των αξιών του, δεν τάχτηκε υπέρ των ισχυρών, είναι πάντα με την πλευρά των ανθρώπων του μόχθου».
Παράλληλα στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλα υποσχέθηκε και άλλα έκανε, απαντά ότι εκείνοι «έσκυβαν το κεφάλι χωρίς να χάσουν καθόλου χρόνο, πρόθυμοι σε όλες τις εντολές» και «έχουν χρεωθεί για πάντα την αναξιοπρέπεια της υποταγής τους».
Αναφερόμενη ειδικότερα στα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 η Μπέττυ Μπαζάνα επισημαίνει:
«Υπάρχει μια αλήθεια που εκείνη την περίοδο καταπλακώθηκε μέσα στην ολομέτωπη επίθεση κατά της κυβέρνησης. Της αλήθειας ότι ο Τσίπρας το οδήγησε μέχρι εκεί που μπορούσε να το πάει, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης για ό,τι είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό αλλά και της ευθύνης μπροστά στο διακύβευμα.
«Γι’ αυτό δεν δέχομαι τις κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης. Δεν είχε άλλα στο μυαλό του κι άλλα έκανε, δεν είπε ψέματα, δεν οπισθοχώρησε. Πάλεψε να διαχειριστεί μια σκληρή, αμετακίνητη κατάσταση που ορθώθηκε μπροστά του άκρως απειλητική. Και το πήγε ως το όριο της αντοχής που είχε η χώρα μπροστά στην τρομακτική πίεση, τον πνιγμό, την τιμωρία. Είναι περιττό να πω αν συμφωνεί ο Τσίπρας με ό,τι αναγκάστηκε να κάνει, ότι θα ήθελε να τα κάνει όλα αλλιώς. Ναι, αγωνίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε έχοντας απόλυτη συναίσθηση της επικίνδυνης κατάστασης.
«Διαπραγματεύτηκε μέχρι τελευταίας στιγμής για μια συμφωνία που δεν θα υπάκουε στους ίδιους νόμους του αδιεξόδου: στην παράλογη λιτότητα. Και στην τελευταία πρόταση συμφωνίας από τους δανειστές, στο εκβιαστικό «take it or leave it» πάλεψε όσο άντεξε. Και έκανε αυτό που κάθε δημοκράτης, αριστερός πολιτικός θα έκανε: ρώτησε το λαό που τον εξέλεξε προκειμένου να αντισταθεί, «να υπογράψω; » Και ο λαός μας απάντησε περήφανα και αποστομωτικά: «όχι», παρόλη τη βία εκείνης της κρίσιμης εβδομάδας πριν το δημοψήφισμα, την απίστευτη προπαγάνδα, τότε που το παλιό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του…. Θυμάστε όσους έτρεχαν να φυγαδεύσουν τις καταθέσεις τους με το φόβο του κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων; Θυμάστε το διχασμό; Εκείνοι που είχαν να χάσουν πολλά και είχαν ήδη βγάλει τα χρήματά τους στο εξωτερικό και εκείνοι που δεν είχαν να χάσουν πια τίποτα.
«Ο Τσίπρας ζήτησε την κρίσιμη στιγμή τη γνώμη του ελληνικού λαού κι αυτός, παρόλο των ωμό εκβιασμό που του έκλεισαν προκλητικά τις τράπεζες, τού είπε: «να αντισταθείς». Θυμάστε τη συγκέντρωση του «όχι» στο Σύνταγμα; Ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Μια φωνή που δυνάμωνε, μια δύναμη που μας ένωνε.
«… Ο Τσίπρας, έχοντας ρωτήσει τον ελληνικό λαό στο δημοψήφισμα έφυγε για να διαπραγματευτεί ξανά με τους δανειστές μια καλύτερη συμφωνία. Είχε πάρει καθαρή εντολή δικαιότερης συμφωνίας, όχι εντολή ρήξης ή εξόδου από την Ευρώπη ή το ευρώ. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: «Συμφωνείτε με την πρόταση των δανειστών; «. Στηριζόμενος στο κρυστάλλινο «όχι» του ελληνικού λαού, επέστρεψε με μια συμφωνία που ήταν μακριά από αυτό που οραματιζόταν αρχικά. Έκανε ένα συμβιβασμό, όχι όμως ταπεινωτικό, ένα συμβιβασμό που πίστευε ότι είχε μια προοπτική: να οδηγήσει τελικά στο τέλος της ηγεμονίας των ισχυρών, στο τέλος της παράλογης λιτότητας. Κι έκανε πάλι αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάθε αριστερός πολιτικός που σέβεται τη ψήφο του λαού του, αλλά κυρίως σέβεται τον εαυτό του: έθεσε ξανά στην κρίση του λαού τις επιλογές του προκαλώντας τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ΄15. Είπε ξεκάθαρα: «Στις πρώτες εκλογές εκλέχθηκα με ένα πρόγραμμα που οραματιζόταν τον άμεσο τερματισμό της ατιμωτικής επιτροπείας και της λιτότητας. Έδωσα ένα γνήσιο, καθαρό αγώνα με όσες δυνάμεις είχα. Αυτά κατάφερα. Ζήτησα τη γνώμη σας στα δύσκολα, στο αδιέξοδο. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν στα χέρια μου δύναμη. Που δυστυχώς υποτιμήθηκε. Αυτή τη συμφωνία έφερα. Συμφωνείτε; Συνεχίζουμε μαζί τον αγώνα; «. Και ο λαός μας, απάντησε πάλι. Και εμπιστεύτηκε ξανά στο ΣΥΡΙΖΑ την ελπίδα».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης η κ. Μπαζιάνα αποκαλύπτει ότι θα ήθελε να είχε συναντήσει τον Φιντέλ Κάστρο και σημειώνει: «Η εξουσία, ακόμα και η αριστερή, χτυπάει σε πολύ εσωτερικές χορδές του ανθρώπου, έχει να κάνει με την αυταρέσκειά του, την εικόνα του εαυτού του, ακόμα και με τη λίμπιντό του. Ο ναρκισισμός καιροφυλακτεί. Ίσως η ψυχανάλυση να βοηθούσε τους πολιτικούς… Αλλά ποιος αντέχει να συγκρουστεί με το είδωλό του;»