Καθώς η ατμόσφαιρα στην Αθήνα εμφάνισε τάσεις βελτίωσης στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και παράλληλα το κάπνισμα περιορίσθηκε, οι θάνατοι από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος εμφάνισαν σταδιακή μείωση, ενώ αντίθετα πριν την κρίση αυξάνονταν συνεχώς , σύμφωνα με μια νέα Ελληνο-βρετανική επιστημονική μελέτη.
Μετά τα καρδιαγγειακά αίτια και τον καρκίνο, οι αναπνευστικές παθήσεις είναι η τρίτη κυριότερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα.
Η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Αθήνα, σε συνδυασμό με τη μείωση του καπνίσματος, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των θανάτων από αναπνευστικά αίτια, σύμφωνα με την έρευνα. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι μεταξύ 2010-2013 υπήρξαν 8.202 λιγότεροι θάνατοι από αναπνευστικά αίτια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου Φίλιππο Φιλιππίδη, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «European Respiratory Journal» της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, ανέλυσαν στοιχεία για τους θανάτους στην Ελλάδα μεταξύ 2001-2013 με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Το 2013, 10.974 θάνατοι (σχεδόν το 10% των συνολικών στη χώρα μας) αποδόθηκαν σε νόσους του αναπνευστικού συστήματος και, από αυτούς, τα δύο τρίτα (6,6%) οφείλονταν σε καρκίνους των αναπνευστικών οργάνων.
Η μελέτη δείχνει ότι κατά την περίοδο της κρίσης (2010-2013) οι θάνατοι από κάθε είδους παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος εμφάνισαν μέση ετήσια μείωση 3,2%, από 97,1 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους το 2009 σε 84,8 θανάτους ανά 100.000 το 2013.
Η πτωτική αυτή τάση έρχεται σε αντίθεση με την αυξητική τάση των θανάτων αναπνευστικής αιτιολογίας προ της κρίσης (2001-2009), όταν η μέση ετήσια αύξηση των θανάτων ήταν 3,3%.
Περισσότερη ύφεση, λιγότερα τσιγάρα, λιγότερη ρύπανση
Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με τους ερευνητές, συμβαδίζει με τη μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της κρίσης (κυρίως λόγω αύξησης της τιμής τους, καθώς και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων). Το ποσοστό των καπνιστών μειώθηκε από 42% σε 38% και η κατανάλωση τσιγάρων κατά 37,5% μεταξύ 2009-2014. Αυτό είχε ως συνέπεια η συνολική έκθεση του ελληνικού πληθυσμού στον καπνό να είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, παρόλο που -όπως επισημαίνουν οι ερευνητές- παραμένει σοβαρό το πρόβλημα του παθητικού καπνίσματος, καθώς δεν εφαρμόζεται σωστά η αντικαπνιστική νομοθεσία.
Επίσης, λόγω της ύφεσης, τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί τόσο η χρήση των οχημάτων, όσο και γενικότερα η εκπομπή βιομηχανικών και άλλων ρύπων στην ατμόσφαιρα, κάτι που έχουν δείξει και σχετικές μελέτες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Η μελέτη επισημαίνει ότι πιο αισθητή είναι η μείωση των θανάτων από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, πνευμονία και από άλλες αναπνευστικές παθήσεις πλην του καρκίνου, οι οποίες ανταποκρίνονται περισσότερο στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και στη μείωση του καπνίσματος. Αντίθετα, οι καρκίνοι του αναπνευστικού συστήματος δεν εμφάνισαν αντίστοιχη μείωση στα χρόνια της κρίσης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι καμία από τις ευνοϊκές αλλαγές στο κάπνισμα και στην ποιότητα του αέρα δεν αποτελούν αποτέλεσμα κυβερνητικών πολιτικών. Μάλλον, τα μέτρα λιτότητας είχαν εν προκειμένω απρόσμενα θετικές συνέπειες, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτές οι θετικές τάσεις μπορούν να διατηρηθούν και στο μέλλον».
Δηλώσεις του Φ. Φιλιππίδη
Όπως δήλωσε ο κ. Φιλιππίδης στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «οι υπηρεσίες υγείας, αλλά και οι συνθήκες ζωής έχουν χειροτερέψει στη διάρκεια της κρίσης και τα δεδομένα δείχνουν ότι πράγματι πολλοί Έλληνες ασθενείς δεν λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Γι’ αυτό και είδαμε ότι στους ηλικιωμένους, που ήδη ασθενούν και βασίζονται στο σύστημα υγείας, δεν υπήρξε βελτίωση στους δείκτες θνησιμότητας από αναπνευστικά νοσήματα».
Από την άλλη μεριά όμως, πρόσθεσε, «τα στοιχεία δείχνουν ότι οι οικονομικές δυσκολίες οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες καπνιστές είτε στη διακοπή είτε στη μείωση του καπνίσματος, παρά την ηχηρή απουσία της πολιτείας. Ταυτόχρονα, οι ατμοσφαιρικοί ρύποι στα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν μειωθεί λόγω περιορισμού της χρήσης των αυτοκινήτων και της μείωσης της βιομηχανικής δραστηριότητας. Η χρήση τζακιών είναι ένα πρόβλημα, αλλά ευτυχώς για λίγες μόνο μέρες τον χρόνο. Έτσι, δύο από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου για αναπνευστικά νοσήματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και τις ευεργετικές συνέπειες τις βλέπουμε στη θνησιμότητα».
«Η μεγάλη αυτή βελτίωση σε μια εποχή τόσο δύσκολη για την υγεία» σύμφωνα με τον κ. Φιλιππίδη «καταδεικνύει πόσο σημαντικοί είναι οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ο τρόπος ζωής για την υγεία. Στα χρόνια της κρίσης το ποσοστό των Ελλήνων που καπνίζουν, μειώθηκε από το 42% στο 38%. Σκεφτείτε πόσες χιλιάδες ζωές θα μπορούσαμε να σώσουμε, αν μειώναμε το νούμερο αυτό στο 20%, όσο περίπου είναι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν διαχρονικά τεράστια ευθύνη που δεν εφαρμόζουν τη νομοθεσία για το κάπνισμα».
Όπως ανέφερε ο Έλληνας επιστήμονας, «αποδεικνύεται ότι η προστασία του περιβάλλοντος και ο περιορισμός του καπνίσματος μπορούν να έχουν άμεσα ευεργετικά αποτελέσματα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους κρίσης. Επενδύοντας σε αυτές τις πολιτικές, μπορούμε να έχουμε και οικονομικό όφελος, καθώς πολύ σύντομα μειώνονται τα κόστη νοσηλείας και θεραπείας».