Πραγματοποιήθηκε σήμερα, 9 Μαρτίου 2012, εκδήλωση για την υπογραφή της χάρτας συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και του Goethe-Institut.
Στην εκδήλωση παραβρεθήκαν ο Υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, η Υφυπουργός Παιδείας, Εύη Χριστοφιλοπούλου, ο Γενικός Γραμματέας, Βασίλης Κουλαϊδής, ο Ειδικός Γραμματέας, Μιχάλης Κοντογιάννης, ο Επιτετραμμένος της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, κ. Guy Feaux de la Croix, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Κεντρικής Διοίκησης του Goethe-Institut στο Μόναχο, Δρ. Bruno Gross, και ο Διευθυντής του Goethe-Institut στην Αθήνα, Δρ. Matthias Makowski. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου.
Τη χάρτα υπέγραψαν η Υφυπουργός Παιδείας, Εύη Χριστοφιλοπούλου και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Goethe-Institut, Δρ. Bruno Gross.
Η χάρτα διευρύνει την ελληνογερμανική μορφωτική συνεργασία και στοχεύει στην περαιτέρω βελτίωση της εκπαίδευσης στο πεδίο των ξένων γλωσσών και ιδιαίτερα στην επαύξηση των προσόντων των καθηγητών της γερμανικής γλώσσας και στην ενίσχυση της ποιότητας της διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας στην Ελλάδα. Η χάρτα συνεργασίας αφορά 340.000 μαθητές και 2.000 καθηγητές.
Ο Υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η υπογραφή της χάρτας συνεργασίας είναι πολύ σημαντική, καθώς μέσω των προγραμμάτων επιμόρφωσης και των υποτροφιών για τους καθηγητές της Γερμανικής Γλώσσας, βελτιώνει το επίπεδο διδασκαλίας της Γερμανικής Γλώσσας στα Ελληνικά σχολεία.
Επίσης, ο κ. Μπαμπινιώτης τόνισε ότι «δεν μπορεί ως δεύτερη γλώσσα- μετά τη μητρική- να προωθείται μόνο η Αγγλική, όση δύναμη και αν έχει αυτή διεθνώς. Είναι λάθος ως πολιτική, ως σύλληψη, ως παιδεία και ως πολιτισμός να μην έχεις προσέγγιση σε αυτές τις μεγάλες γλώσσες, όπως είναι η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ισπανική. Εμάς μας ενδιαφέρουν και κάποιες άλλες γλώσσες και για αυτό το λόγο δημιουργήσαμε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το τμήμα Τουρκικών σπουδών. Αυτό δεν μπορεί να γίνει στα μικρά σχολεία, στο πλαίσιο της τριετούς διδασκαλίας μιας ξένης γλώσσας, αλλά ίσως η λύση θα ήταν η δημιουργία “Σχολείων Γλωσσών”, τα οποία θα έχουν το γενικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα θα έχουν ενισχυμένη- και ως επιλογή και ως αριθμό ωρών και ως μέθοδο διδασκαλίας και ως εργαστήρια και ως πολιτισμική σχέση- τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας».
Η Υφυπουργός, Εύη Χριστοφιλοπούλου, τόνισε ότι «είναι πολύ σημαντικό να αναπτύσσουμε τη γλωσσομάθεια και ότι παρά την κρίση, το Υπουργείο Παιδείας κατάφερε να διατηρήσει τη γλωσσομάθεια σε υψηλά επίπεδα, με τη διδασκαλία πέντε ξένων γλωσσών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα δόθηκε έμφαση κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του μείζονος προγράμματος επιμόρφωσης, στους καθηγητές Αγγλικής, Γαλλικής και Γερμανικής Γλώσσας».
Επίσης, η κα Χριστοφιλοπούλου δήλωσε ότι το Υπουργείο προσανατολίζεται στη σύσταση κλάδων Γερμανικής και Γαλλικής γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ανακοίνωσε τη δυνατότητα από το επόμενο διδακτικό έτος της ταυτόχρονης διδασκαλίας της Γαλλικής και της Γερμανικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο και την επιστροφή της Γερμανικής ως ξένης γλώσσας στην Α’ Λυκείου.
Τέλος, η Υφυπουργός τόνισε ότι «είναι χρέος μας να βοηθήσουμε τους καθηγητές της Γερμανικής γλώσσας, που σήμερα διδάσκουν με δυσκολίες στα σχολεία, γιατί στόχος μας είναι πρώτα ο μαθητής».
Ο Γενικός Γραμματέας, Βασίλης Κουλαϊδής υπογράμμισε τη σημασία της γλωσσομάθειας και τόνισε ότι «πέραν της αξίας της ως εργαλείου επικοινωνίας, η γνώση ξένων γλωσσών καθιστά τον πολίτη όχι μόνο κοινωνό του πολιτισμού της αντίστοιχης πολιτισμικής παράδοσης αλλά τον εφοδιάζει και με σημαντικές πρόσθετες νοητικές δεξιότητες. Τέλος, κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει την αναπτυξιακή διάσταση και οικονομική σημασία της γλωσσομάθειας. Στη σημερινή εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, το Υπουργείο Παιδείας κατέβαλε συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια και πέτυχε τη βελτίωση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στο Δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η υπογραφή σήμερα της χάρτας, αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση αυτή».
Ο Ειδικός Γραμματέας, Μιχάλης Κοντογιάννης, τόνισε ότι «η χάρτα αποτελεί μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία, που ως απώτερο στόχο έχει τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης της Γερμανικής γλώσσας στα δημόσια σχολεία της χώρας μας. Η πρωτοβουλία αυτή, που εναρμονίζεται με τη γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα προόδου προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης της ποιότητας της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αποτελεί έμπρακτη απόδειξη και της δικής μας ισχυρής βούλησης για την ενθάρρυνση της εκμάθησης γλωσσών, τη στήριξη της πολυγλωσσίας, την προαγωγή της γλωσσικής και πολιτιστικής πολυμορφίας στην κοινωνία, την αύξηση της διαπολιτισμικής κατανόησης και κατ` επέκταση την ανάπτυξη μιας υγιούς πολύγλωσσικής επικοινωνίας».