Πάνω από 10 ξένα πανεπιστήμια -κάποια από αυτά, από τα γνωστότερα παγκοσμίως- έχουν προαναγγείλει το ενδιαφέρον τους για παρουσία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη χώρα μας, προτού καν ο πρωθυπουργός να κάνει τις σχετικές ανακοινώσεις για λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων από το βήμα της Βουλής το βράδυ της Κυριακής στην ομιλία του που έκλεισε τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό.
«Έχει έρθει η ώρα να κάνουμε και μία άλλη μεγάλη μεταρρύθμιση: να εισάγουμε επιτέλους και στην Ελλάδα τη λειτουργία μη κρατικών ανώτατων ιδρυμάτων. Το σχετικό νομοσχέδιο θα παρουσιαστεί στο Υπουργικό Συμβούλιο της επόμενης εβδομάδας, θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση αμέσως μετά και θα έχει γίνει νόμος του κράτους εντός του πρώτου μήνα του 2024. Η Ελλάδα θα γίνει περιφερειακός πόλος ανάπτυξης υπηρεσιών εκπαίδευσης. Για να πάψουμε επιτέλους να έχουμε αυτή τη θλιβερή μοναδικότητα, η οποία εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει ούτε καν στη Βόρεια Κορέα, να είμαστε η μόνη χώρα η οποία κρατά ερμητικά κλειστό το μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης μόνο στα κρατικά ιδρύματα» είπε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Με τη μεταρρύθμιση αυτή, πρώτος στόχος είναι οι 40.000 Ελληνες που φοιτούν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού: ανώτατα στελέχη του υπουργείου Παιδείας εκτιμούν ότι από αυτούς οι 35.000 θα προτιμούσαν -για ευνόητους λόγους- να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη χώρα μας, εφόσον θα πληρούνταν τα ακαδημαϊκά στάνταρ και τα πτυχία τους δεν θα έχαναν την αξία τους.
Σήμερα, πάνω από 500 εκατ. ευρώ δαπανώνται από ελληνικές οικογένειες για να στηριχθούν φοιτητές στο εξωτερικό – πράγμα που στηρίζει το ΑΕΠ άλλων χωρών και συνιστά «αιμορραγία» για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 60% των Ελλήνων πανεπιστημιακών εργάζονται στο εξωτερικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο του brain drain.
Παράλληλα, στο υπουργείο Παιδείας εκτιμούν ότι με την απελευθέρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης -που αφορά σε πρώτη φάση κυρίως τα δημόσια πανεπιστήμια, που θα αποκτήσουν πόρους τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια και πολύ μεγαλύτερη ευελιξία- θα υπάρξει δυνατότητα προσέλκυσης τουλάχιστον 30.000 ξένων φοιτητών μεσοπρόθεσμα.
Στις προγραμματικές δηλώσεις, μετά τη διπλή εκλογική νίκη του 2023, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε την πρωτοβουλία να ανακοινώσει τη δημιουργία μη κρατικών ΑΕΙ: «Εχουμε σήμερα τη δυνατότητα, με την αυστηρή εποπτεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, να υπάρξει αναγνώριση ξένων πανεπιστημίων που θα ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο θα ξεκαθάριζε την κατάσταση στο σημερινό τοπίο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και θα προετοίμαζε τον δρόμο για τη μεταρρύθμιση του άρθρου 16. Σε αυτό τον δρόμο θα κινηθούμε άμεσα», είχε πει ο κ. Μητσοτάκης εισάγοντας το θέμα στον δημόσιο διάλογο – για να βρει υποστήριξη από τους περισσότερους έγκριτους συνταγματολόγους.
Παρότι το τοπίο δεν είναι ακόμα καθαρό -το νομοσχέδιο Πιερρακάκη θα παρουσιαστεί στις 20 του μήνα στο Υπουργικό Συμβούλιο- οι πρώτες κινήσεις έχουν γίνει: Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές Οκτωβρίου ο πανεπιστημιακός Θεοκλής Ζαούτης (ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΔΥ) ανέλαβε επικεφαλής του «Παγκόσμιου Κέντρου» του Πανεπιστημίου Columbia στην Αθήνα. Παρουσιάζοντάς τον, η Ουάφα ελ-Σαντρ, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Columbia Global, δήλωσε ότι «είναι σε θέση να οικοδομήσει συνεργασίες με φορείς στρατηγικής σημασίας στη χώρα και να προωθήσει τις συνεργασίες μεταξύ του Πανεπιστημίου Columbia και της Ελλάδας» και δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη.
Η Αθήνα είναι πλέον μία από τις 11 πόλεις εκτός ΗΠΑ στην οποία έχει εγκατασταθεί Global Center του Columbia – και πολλοί είναι εκείνοι που ελπίζουν ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να καταλήξει προοπτικά ακόμα και στη δημιουργία ενός παραρτήματος του φημισμένου πανεπιστημίου στην Ελλάδα.
Παράλληλα, αρκετοί είναι εκείνοι που ελπίζουν στην εμπλοκή του Ιδρύματος Νιάρχου στην όλη υπόθεση – μια και θεωρείται ο μοναδικός φορέας που θα μπορούσε να προσελκύσει στη χώρα μας την κορωνίδα των ιατρικών σχολών παγκοσμίως, όπως είναι, για παράδειγμα, η Johns Hopkins School of Medicine.
Ηδη έχουν εκδηλωθεί δύο κυπριακά ΑΕΙ: το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας που έχει ανακοινώσει συνεργασία με τη CVC, με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας μη κρατικής ιατρικής σχολής στην Αθήνα, αλλά και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Κύπρου, που έχει ξεκινήσει συνεργασία με το Ιατρικό Κέντρο για τον ίδιο λόγο.
Τα δύο κυπριακά πανεπιστήμια έχουν κάθε λόγο να προχωρήσουν εγκαίρως σε τέτοιες κινήσεις, μια και σε αυτά φοιτούν οι περισσότεροι από τους 18.000 Ελληνες που έχουν μετακομίσει για τις πανεπιστημιακές τους σπουδές στην Κύπρο – και είναι λογικό να σπεύσουν ώστε να προλάβουν ένα κύμα επιστροφής στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Οι αλλαγές που συντελέστηκαν από τότε που νομοθετήθηκε η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Κύπρο μέχρι σήμερα είναι θεαματικές. Την εποχή εκείνη οι Κύπριοι φοιτητές που σπούδαζαν στο εξωτερικό ξεπερνούσαν τους 22.000. Σήμερα, στην Κύπρο σπουδάζουν 55.000 φοιτητές, από τους οποίους το 36% προέρχεται από την Ε.Ε. – όχι μόνο επέστρεψαν οι Κύπριοι, αλλά πήγαν και χιλιάδες αλλοδαποί.
Ειδικά στη μετά Brexit εποχή, η Κύπρος έχει αναδειχθεί σε ισχυρό πόλο έλξης για τους ενδιαφερόμενους: προσιτά δίδακτρα και χαμηλό σχετικά κόστος ζωής, ενώ ειδικά για τους δικούς μας φοιτητές η κοινή γλώσσα παίζει σημαντικό ρόλο· ο ένας στους τρεις που σπουδάζουν στην Κύπρο είναι Ελλαδίτης.
Ωστόσο -και πέρα από τις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας- στα τέλη Νοεμβρίου, όπως ανακοίνωσε ο πρύτανής του Γεράσιμος Σιάσος, το ΕΚΠΑ αποφάσισε ότι προτίθεται να ιδρύσει παράρτημα στην Κύπρο. «Προχωράμε στην ίδρυση παραρτήματος στην Κύπρο, υπάρχουν εθνικοί λόγοι, αλλά είναι και φυσική συνέχεια να ιδρυθεί το παράρτημα στην Κύπρο, που θα προσφέρει προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα», ανέφερε ο κ. Σιάσος, μιλώντας στο OT Forum, και πρόσθεσε ότι «προς την ίδια κατεύθυνση υπάρχουν συζητήσεις και με ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και με τις ΗΠΑ».
Σημειώνεται ότι τα μηνύματα από την Κύπρο λένε ότι οι αρμόδιοι διαπιστώνουν ότι υπάρχει ένας υπερκορεσμός με την ίδρυση πολλών πανεπιστημίων, γεγονός που πιέζει και τις τιμές στέγασης που τείνουν να γίνουν μη ανταγωνιστικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή την περίοδο λειτουργούν 30 πανεπιστήμια ή χωριστές σχολές στην Ελλάδα και 20 στην Κύπρο.
Τα κριτήρια
Στο υπουργείο Παιδείας έχουν μελετήσει το πλαίσιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που ισχύει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη – και επισημαίνουν ότι το ελληνικό θα είναι το αυστηρότερο από όλα. Η βασική ιδέα του νομοσχεδίου σε σχέση με τα μη κρατικά ΑΕΙ είναι ότι όποιος έχει τις προϋποθέσεις θα παίρνει άδεια λειτουργίας, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος. Ωστόσο, η έγκριση -και αυτό είναι ελληνική πρωτοτυπία- θα είναι διπλή: τόσο από το κράτος όπου έχει την έδρα του το ξένο πανεπιστήμιο όσο και από τη δική μας Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Τα κριτήρια για την άδεια λειτουργίας είναι περίπου γνωστά. Προκειμένου να απαντήσει στην -προκαταβολική- κριτική για «τα πανεπιστήμια του πρώτου ορόφου» (δηλαδή σχολές χωρίς σοβαρές υποδομές που θα διεκδικούν να δίνουν πανεπιστημιακά πτυχία) το νομοσχέδιο θέτει κτιριολογικά κριτήρια. Να υπάρχει δηλαδή ένα ενιαίο κτίριο όπου θα στεγάζονται οι βασικές λειτουργίες του πανεπιστημίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν δευτερογενή κτίρια – όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα δημόσια πανεπιστήμια στη χώρα μας.
Προφανώς θα υπάρχουν ακαδημαϊκές προϋποθέσεις – για παράδειγμα, θα υπάρχει απαίτηση για ελάχιστο αριθμό καθηγητών, οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν διδακτορικό, κάτι που -προφανώς- ισχύει στα δημόσια πανεπιστήμια, αλλά όχι και σε όλα τα κολέγια που λειτουργούν στη χώρα μας. Επίσης, με το νομοσχέδιο τίθενται και οικονομικές προϋποθέσεις: για παράδειγμα, οι εγγυητικές επιστολές θα ξεπερνούν το 1 εκατ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι μπαίνει ένας κόφτης για όλους εκείνους που θα ήθελαν να μετατρέψουν σε πανεπιστήμια κάποια ΙΕΚ ή κολέγια υποβαθμισμένων σπουδών.
Σημειώνεται ότι η αγορά των κολεγίων στη χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει ένα El Dorado, που αφέθηκε να ρυθμιστεί όχι με κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αλλά με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στο οποίο προσέφευγαν οι ενδιαφερόμενοι. Πλέον, οι απόφοιτοι αυτών των σχολών έχουν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα, ενώ τα πτυχία τους, έστω και με μειωμένο συντελεστή, αναγνωρίζονται και από το Δημόσιο.
Παρ’ όλα αυτά, είναι κοινό μυστικό ότι η αγορά των κολεγίων εξακολουθεί να είναι πολλών ταχυτήτων στην Ελλάδα – υπάρχουν κολέγια, όπως για παράδειγμα το Deree, που δίνουν πτυχία με τα οποία ο απόφοιτος μπορεί να κάνει μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό σε ένα πανεπιστήμιο όπως το Yale, παρότι για τα ελληνικά ΑΕΙ εξακολουθούν να παραμένουν απόφοιτοι Λυκείου!
Με το νομοσχέδιο Πιερρακάκη, θα μπει τάξη και σε αυτή την αγορά. Αλλωστε, ενδιαφέρον δείχνουν και πανεπιστήμια από την υπόλοιπη Ευρώπη, ορισμένα εκ των οποίων έχουν εδώ και χρόνια συνεργασία με τη μέθοδο franchise με κάποια από τα 33 κολέγια που λειτουργούν στη χώρα μας. Εκτιμάται ότι τα πανεπιστήμια αυτά θα επιδιώξουν να εμβαθύνουν τις συνεργασίες τους – και όποια κολέγια κατορθώσουν να εκπληρώσουν τις αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται, θα αναβαθμίσουν σε πανεπιστημιακό επίπεδο τις σπουδές που θα παρέχουν. «Ο πήχης είναι ψηλά», σημειώνουν στελέχη του υπουργείου Παιδείας, «θα είναι ένα ελεύθερο, αλλά δύσκολο παιχνίδι», προσθέτουν. Επισημαίνουν δε ότι πρόσφατη έρευνα της PwC έδειξε ότι με πέντε μη κρατικές πανεπιστημιακές δομές θα υπάρξει αύξηση 1% του ΑΕΠ.
Για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας το μεγάλο στοίχημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης παραμένει το δημόσιο πανεπιστήμιο και η «διεθνοποίησή» του. Οπως ανακοίνωσε στη Σύνοδο των Πρυτάνεων ο κ. Πιερρακάκης, θα δοθούν 60 εκατ. ευρώ ώστε τα ΑΕΙ να εντείνουν τα αγγλόφωνα προγράμματα -ώστε να προσελκύουν ξένους φοιτητές- αλλά και να αποκτήσουν τη δυνατότητα (που δεν έχουν σήμερα) για franchise στα μεταπτυχιακά με μεγάλα ξένα πανεπιστήμια. Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνες φοιτητές θα μπορούν να κάνουν το μεταπτυχιακό τους σε ένα μεγάλο ξένο πανεπιστήμιο χωρίς να χρειάζεται να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό – με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς κόστους.
Ηδη ο κ. Πιερρακάκης ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι από το Ταμείο Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν 130 εκατ. ευρώ για στήριξη του ερευνητικού τους εξοπλισμού και των υποδομών πέρα από τον τακτικό τους προϋπολογισμό, ακόμα 90,7 εκατ. ευρώ για συνεργατικές δράσεις με επιχειρήσεις, ενώ με νέα διάταξη θα καταργηθεί το ταβάνι αμοιβών στα εθνικά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα.
Ανακοίνωσε επίσης την κατάργηση της διάταξης η οποία ορίζει ότι για να τροποποιήσει ένα πανεπιστήμιο τον προϋπολογισμό του χρειάζεται απόφαση υπουργού, γεγονός που δίνει ευελιξία στα δημόσια ΑΕΙ και ενισχύει το αυτοδιοίκητο. Παράλληλα δεσμεύτηκε ότι θα διευρυνθεί ο αριθμός των συνεργαζόμενων καθηγητών, με χρηματοδότηση από τους ειδικούς λογαριασμούς των πανεπιστημίων.
Επίσης, όπως είπε, θα χρηματοδοτηθούν τα πανεπιστήμια:
■ με 130 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, κυρίως για ερευνητικό εξοπλισμό
■ με 60 εκατ. ευρώ για τη διεθνοποίηση των Μεταπτυχιακών και Προπτυχιακών Προγραμμάτων
■ με 90 εκατ. ευρώ για συμπράξεις αριστείας
■ με έκτακτη επιχορήγηση 16,1 εκατ. ευρώ.
Εχει ήδη εκδοθεί η προδημοσίευση του έργου «Εμπιστοσύνη στα αστέρια» που ανέρχεται σε 93 εκατ. ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης για νέους ερευνητές και συμπράξεις ερευνητών από διαφορετικά ΑΕΙ.
Μία άλλη πρωτοβουλία είναι η δυνατότητα να ανοίξει το Erasmus επ’ αμοιβή για τα δημόσια ΑΕΙ σε Αμερικανούς και Ασιάτες φοιτητές. Μάλιστα, στο υπουργείο Παιδείας έχουν στο μυαλό τους μία έρευνα που δείχνει ότι η Ελλάδα είναι 8η χώρα ως προς τον αριθμό Αμερικανών φοιτητών που φοιτούν στο εξωτερικό, χωρίς την παραμικρή συμμετοχή του δημόσιου πανεπιστημίου.
Αρθρο 16: Mία πονεμένη ιστορία
Το νομοσχέδιο Πιερρακάκη για τα μη κρατικά ΑΕΙ δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Εδώ και αρκετά χρόνια, το περίφημο άρθρο 16 «ροκανίζεται» – παρά τα όσα αναφέρονται στο εδάφιο 4 περί του δικαιώματος της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο λειτουργεί με δίδακτρα, ενώ δίδακτρα υπάρχουν και στα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Τώρα ήρθε η ώρα εξέτασης των εδαφίων 5 και 8, που προβλέπουν ότι τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, που λειτουργούν με αυτοδιοίκηση, οι δε διδάσκοντες είναι δημόσιοι λειτουργοί, δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι, και απαγορεύουν ίδρυση ανώτατων σχολών από ιδιώτες – παρά την ύπαρξη 33 κολεγίων με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα όπως αναφέρθηκε ήδη πριν.
Οι καθηγητές και το υπόλοιπο πανεπιστημιακό προσωπικό έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι με το Σύνταγμα του 1952 – που έχει την πιο παράξενη ιστορία: Η επεξεργασία του έγινε διαρκούντος του Εμφυλίου, το 1948-1949, με πλειοψηφία του Λαϊκού Κόμματος, και η ψήφισή του τον Δεκέμβριο του 1951, με κυβέρνηση του Κέντρου. Ωστόσο, ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας -στην τελευταία του κυβερνητική θητεία, αφού θα πέθαινε μετά από ενάμιση χρόνο- δεν είχε βάλει ούτε λέξη στην αναθεώρηση του Συντάγματος.
Εκείνο το Σύνταγμα ήταν η απεικόνιση της εμφυλιακής Ελλάδας: Ενώ χιλιάδες Ελληνες και Ελληνίδες είχαν αναγκαστεί να ξενιτευτούν – με πιο χαρακτηριστική στιγμή τη φυγή δεκάδων διανοουμένων, όπως ο Σβορώνος, ο Καστοριάδης, ο Κριαράς και πολλοί άλλοι, με το πλοίο «Ματαρόα» στα τέλη του ’45, με τελικό προορισμό το Παρίσι – εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μπήκαν στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού χαρακτηρισμένοι ως κομμουνιστές.
Το Σύνταγμα εκείνο επεφύλαξε προβλεψη για εκείνους που εμφορούνταν από ιδεολογίες τέτοιας φύσης – και φυσικά επέβαλε για τους δημοσίους υπαλλήλους να έχουν πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης. Ωστόσο, το Σύνταγμα του ’52 -πέρα από τη δημοσιοϋπαλληλία των πανεπιστημιακών- δεν άλλαξε τη φιλοσοφία των προηγούμενων ελληνικών Συνταγμάτων. Οι ιδιωτικές Σχολές, που είχαν δώσει τον τόνο στην εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821, ήταν πανταχού παρούσες μέσα από τις δωρεές των μεγάλων Ευεργετών.
Η Πάντειος, το σημερινό Πάντειο πανεπιστήμιο, δεν ήταν ιδέα κάποιας κυβέρνησης. Δύο άνθρωποι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ένας ευκατάστατος άνθρωπος από τον Βόλο, ο Αλέξανδρος Πάντος, και ένας ανθρωπος με πειθώ, ο Γιώργος Φραγκούδης, συγκέντρωσαν χρήματα για να ιδρύσουν μία Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο πρότυπο μιας Σχολής που λειτουργούσε στο Παρίσι και της οποίας ο Πάντος ήταν απόφοιτος.
Το 1930, ο Βενιζέλος ήταν ο εκτελεστής της διαθήκης του Πάντου, ο οποίος ήταν εκείνος που έβαλε τα πολλά χρήματα για να γίνει πραγματικότητα η Πάντειος. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σχολή ήταν ήδη ένα αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο…
Ανάλογη ήταν η πορεία της Βιομηχανικής Σχολής του Πειραιά – ιδρύθηκε από τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων και Βιοτεχνών λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα είναι το Πανεπιστήμιο Πειραιά. Αλλωστε, η Ελλάδα βασίστηκε μέσα στα χρόνια στις ευεργεσίες, αλλά και στις πρωτοβουλίες των ιδιωτών.
Ολα αυτά άλλαξαν με τα «συντάγματα» της χούντας, που μετέτρεψαν τα πανεπιστήμια σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, βάζοντας μάλιστα φραγμό στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων: από τη μία ήταν τα συντεχνειακά συμφέροντα και οι διορισμοί, από την άλλη ήταν ο δηλωμένος φόβος της παρείσφρησης «αριστερών στοιχείων».
Ωστόσο, στην αναθεώρηση του 1975, το Σύνταγμα συμπεριέλαβε, αν και σε εντελώς άλλη βάση και με ομοφωνία σχεδόν αυτούσια την προγενέστερη διατύπωση για τα πανεπιστήμια. Είχε προηγηθεί το μεγάλο φοιτητικό κίνημα κατά της χούντας – και σε έναν διπολικό κόσμο κλειστών συνόρων η Αριστερά θεωρούσε πλέον ως κατάκτησή της τον δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις -και της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ- ίδρυσαν αρκετά δημόσια πανεπιστήμια με τη λογική να έχει κάθε πόλη και κάποιες δημόσιες Σχολές, είτε πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, είτε τεχνολογικής.
Η τελευταία προσπάθεια συνταγματικής αναθεώρησης σε σχέση με το άρθρο 16 έγινε το 2008, επί κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, και θα μπορούσε να πετύχει, καθώς ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου ήταν εξαρχής θετικός. Ωστόσο, τα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, λίγους μήνες μετά τη μεγάλη εσωκομματική μάχη μεταξύ Παπανδρέου και Βενιζέλου και μάλιστα πριν επανέλθει στην κυβέρνηση με ένα θριαμβευτικό 44%, δεν επέτρεψαν να γίνει πραγματικότητα η αναθεώρηση του άρθρου 16 – εξ ου και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων προς το παρόν θα μπορεί να γίνει μόνο μέσω παραρτημάτων και με τον μηχανισμό που σχεδιάζει η κυβέρνηση, επιδιώκοντας να εναρμονίσει το εθνικό με το ενωσιακο δίκαιο, ανακτώντας έτσι, σύμφωνα με τα λόγια του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη στη σύνοδο των πρυτάνεων της περασμένης Παρασκευής στο Καβούρι «ένα κυριαρχικό δικαίωμα, αυτό της ρύθμισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με όρους ποιότητας, το οποίο σήμερα στην πράξη έχουμε απεμπολήσει».