Σημαντικές αλλαγές σχεδιάζονται στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, με έναν νόμο – πλαίσιο που αναμένεται το επόμενο χρονικό διάστημα και πολλοί περιμένουν ότι θα αποτελέσει για τα πανεπιστήμια μια μεγάλη έκπληξη. Και η έκπληξη αυτή θα συνδέεται με τη διοίκησή τους και τον τρόπο εκλογής των πρυτάνεων καθώς και τον νέο ρόλο των συμβουλίων που επανέρχονται στη διοίκησή τους.
Παράλληλα, όμως, το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση «καλούν» 300 έλληνες επισκέπτες καθηγητές (visiting professors) και 400 ακόμη διδάσκοντες (visiting lecturers) από το εξωτερικό για να διδάξουν στα ελληνικά πανεπιστήμια με χρήματα που έχουν εξασφαλιστεί από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι ότι η πρώτη αφορά καθηγητές που συνδέονται οργανικά με το πανεπιστήμιο, ενώ η δεύτερη αφορά απλή σειρά παραδόσεων και διαλέξεων. Το πρόγραμμα αυτό θα χρηματοδοτηθεί έως και τρία χρόνια (και όπως είναι φυσικό θα ξεκινήσει μετά το τέλος της πανδημίας που πλήττει τον πλανήτη), ενώ κάθε πανεπιστημιακός θα μπορέσει να διδάξει από δύο εβδομάδες έως τρεις μήνες σε ελληνικό πανεπιστήμιο με δυνατότητα φυσικά να παρατείνει αυτή τη σχέση εάν το επιθυμεί. Μετά το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος, βέβαια, πολλοί αναρωτιούνται τι θα γίνει. Σε αυτό κάποιοι απαντούν ότι τα ΑΕΙ θα παρακινηθούν να αναζητήσουν πόρους για να αυτοχρηματοδοτηθούν και εκτός κρατικού προϋπολογισμού.
«Αποστολή» του καθενός εξ αυτών στην Ελλάδα, η διδασκαλία στο αντικείμενό του, το «μέντορινγκ» στην επιστήμη του αλλά και η βοήθειά του στην ανάπτυξη και επικαιροποίηση των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ. Κρίσιμο σημείο των παραπάνω είναι ότι οι καθηγητές που θα έρθουν θα μπορούν να συνεχίσουν την έρευνά τους από εδώ ή να συνδέσουν ελληνικά ιδρύματα με αυτήν.
Αντίστοιχο πρόγραμμα είχε «τρέξει» προ τριετίας με την αποκλειστική χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, στη διάρκεια του οποίου δεκάδες έλληνες πανεπιστημιακοί είχαν έρθει στην Ελλάδα από 28 μεγάλα ανώτατα ιδρύματα των ΗΠΑ και του Καναδά. Υπεύθυνο για τη διαχείριση εκείνου του προγράμματος ήταν το Ινστιτούτο Διεθνούς Εκπαίδευσης (Institute of International Education), σε συνεργασία με το Ιδρυμα Fulbright στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμά του; Το 90% των καθηγητών που ήρθαν στη χώρα μας διατήρησε τις ακαδημαϊκές σχέσεις του με αυτήν και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας. Το πρόγραμμα αυτό είχε ξεκινήσει έπειτα από συνάντηση του προέδρου του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αλαν Γκούντμαν με την τότε πρόεδρο του ΙΚΥ, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Εφη Μπάσδρα.
Στο νέο πρόγραμμα που επεξεργάζεται το υπουργείο Παιδείας, βέβαια, μοιάζει παράλογο να δοθεί αυτή η δυνατότητα μόνο σε καθηγητές από τις ΗΠΑ, αλλά θα πρέπει να επεκταθεί και σε χώρες της ΕΕ.
Αλλάζουν τα εκλεκτορικά σώματα στα ΑΕΙ σε μια προσπάθεια να περιοριστεί ο νεποτισμός και οι πελατειακές σχέσεις. Ο αριθμός τους παραμένει 11 μέλη ή 15 ανά περίπτωση και δεν μειώνονται, ενώ θα έχουν πέντε ή έξι μέλη από άλλο πανεπιστήμιο εκτός εκείνου στο οποίο απευθύνεται ο κρινόμενος και τουλάχιστον δύο μέλη από πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Επανέρχονται τα συμβούλια διοίκησης στα ΑΕΙ, αλλά με αυξημένες αρμοδιότητες που είναι πιθανόν να ξεπερνούν εκείνες των πρυτάνεων. Για το θέμα δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση, αλλά είναι πιθανόν να επιστρέψει ο νόμος για τη συγκρότηση συμβουλίων διοίκησης των ΑΕΙ στην πρώτη του μορφή, δηλαδή με την πρόβλεψη ότι οι πρόεδροι των συμβουλίων θα επιλέγουν τους πρυτάνεις τους, κάτι που έχει ήδη προκαλέσει ζωηρή συζήτηση στην ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας, η οποία και παίρνει «θέσεις μάχης».
Στον νόμο θα περιλαμβάνονται και όλες οι νέες αλλαγές στα θέματα φύλαξης των ΑΕΙ που προέκυψαν μετά τις τελευταίες εξελίξεις.
Κοινά πτυχία
Τα παραπάνω αποτελούν μέρος του νέου νόμου που όμως, θα περιλαμβάνει ακόμη τη δυνατότητα «κοινών πτυχίων» μεταξύ διαφορετικών τμημάτων αλλά και ιδρυμάτων, καθώς και τη δυνατότητα εσωτερικής μετακίνησης σε ένα ίδρυμα μεταξύ ομοειδών αντικειμένων, εάν ένας νέος ή νέα αποφασίσει ότι θέλει να αλλάξει κατεύθυνση σπουδών. Στο εξωτερικό κάτι τέτοιο είναι ευρέως διαδεδομένο και οι φοιτητές κάθε πανεπιστημίου μπορούν να κάνουν παράλληλες σπουδές σε διαφορετικά αντικείμενα και από τέσσερα έως έξι έτη, ανάλογα με την επιστημονική περιοχή, αποκτώντας εξειδίκευση σε δύο τομείς. Στα συστήματα αυτά οι φοιτητές μπορούν να διαλέγουν από ένα «μενού» διαφορετικών μαθημάτων και σπουδών.