Θετικό πρόσημο έχει για τα ελληνικά πανεπιστήμια η δημοσίευση του διεθνούς πίνακα κατάταξης «Performance Ranking of Scientific Papers for World Universities». Μεταξύ 835 ΑΕΙ περιλαμβάνονται έξι ελληνικά πανεπιστήμια, εκ των οποίων δύο βελτίωσαν τη θέση τους, τρία παρέμειναν στα ίδια, και ένα υποχώρησε.
Ειδικότερα, το Πανεπιστήμιο Αθηνών στην κατάταξη του 2019 ανέβηκε στην 213η θέση από την 228η το 2018, και το ΑΠΘ από την 356η θέση βρέθηκε στην 363η θέση, παραμένοντας στην ίδια ομάδα ΑΕΙ. Λίγο βελτιώθηκε το Παν. Ιωαννίνων (από την ομάδα 501-600 πέρασε στην ομάδα 501-550), ενώ το Παν. Κρήτης και το ΕΜΠ παρέμειναν στην ίδια ομάδα (501-550 και 551-600 αντίστοιχα). Μόνο το Παν. Πατρών υποχώρησε από την ομάδα 651-700 στην ομάδα πανεπιστημίων 701-750.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Παν. Αθηνών, η επιλογή των 835 πανεπιστημίων έγινε ύστερα από προαξιολόγηση 4.000 ΑΕΙ. Η τελική ένταξη στον πίνακα κατάταξης βασίστηκε στις πληροφορίες που προέρχονται από τους βασικούς δείκτες επιστήμης (Essential Science Indicators ESI). Η αξιολόγηση «Performance Ranking of Scientific Papers for World Universities» στηρίζεται αποκλειστικά στο ερευνητικό έργο που παράγεται και δημοσιεύεται σε κάθε ΑΕΙ, στην απήχηση που επιτυγχάνουν οι δημοσιευμένες εργασίες των μελών ΔΕΠ και ερευνητών του, καθώς και στην τελική ιδιαίτερη διάκριση και αναγνώριση που λαμβάνουν ως δημοσιεύσεις με υψηλή απήχηση. Η κατάταξη με βάση αυτές τις προδιαγραφές είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι δεν επηρεάζεται από τους πόρους που διατίθενται σε ερευνητικούς σκοπούς, από τις υποδομές εκπαίδευσης και τα μεμονωμένα επιτεύγματα μελών ΔΕΠ, αλλά από τη διαχρονική και υψηλού επιπέδου και συνέπειας επιστημονική έρευνα που πραγματοποιείται στα πανεπιστήμια.
Πιο συγκεκριμένα, η κατάταξη αυτή αξιολογεί την απόδοση επιστημονικών εργασιών με τους ακολουθούμενους δείκτες να έχουν σχεδιαστεί για να συγκρίνουν τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα των επιστημονικών δημοσιεύσεων σε κάθε πανεπιστήμιο. Μελετώντας τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις και τις βραχυπρόθεσμες ερευνητικές προσπάθειες, προσβλέπει στην παροχή μιας πιο αντικειμενικής αξιολόγησης, που θα μπορεί να συγκρίνει τις διαφορετικές ερευνητικές επιδόσεις των πανεπιστημίων παγκοσμίως.