Μειούμενος βαίνει ο αριθμός των Ευρωπαίων μαθητών, οι οποίοι έχουν χαμηλές επιδόσεις στον τομέα των θετικών επιστημών. Η εξέλιξη αυτή αποδυναμώνει το ευρωπαϊκό δυναμικό από γνώσεις και δεξιότητες, που στη σημερινή συγκυρία είναι απαραίτητες για την επιβίωση και τη διάκριση στον εργασιακό στίβο. Ένας από τους στόχους της Ε.Ε. για το 2020 είναι να μειωθεί το ποσοστό των μαθητών ηλικίας 15 ετών, που έχουν χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά τις βασικές δεξιότητες στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες, σε 15%. Ωστόσο, η Ε.Ε., στο σύνολο της, παρά τις επιμέρους διαφορές, απομακρύνεται στην πραγματικότητα από τον στόχο αυτό. Ιδιαίτερα στον τομέα των θετικών επιστημών, η υστέρηση είναι μεγάλη, καθώς ο αριθμός των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις αυξήθηκε από 16% το 2012 σε 20,6% το 2015.
Την παραπάνω εικόνα περιγράφει η Έκθεση Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης της Επιτροπής για το 2017, η οποία δείχνει ότι τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα γίνονται συνεχώς αποτελεσματικότερα και με λιγότερους αποκλεισμούς. Ωστόσο, επιβεβαιώνει, επίσης, ότι το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρό τους. Η έκθεση δείχνει ότι, παρ’ όλο που τα κράτη – μέλη έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την επίτευξη των περισσότερων από τους βασικούς στόχους της Ε.Ε. για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για την επίτευξη της ισότητας στην εκπαίδευση.
Κοινωνικός αποκλεισμός
Η έκθεση επισημαίνει ότι το μορφωτικό επίπεδο είναι σημαντικό για τον καθορισμό των κοινωνικών αποτελεσμάτων. Για του λόγου το αληθές, τα άτομα, που λαμβάνουν μόνο βασική εκπαίδευση, έχουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού από τα άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Έκθεσης Παρακολούθησης δείχνουν, επίσης, ότι το 2016, εργαζόταν μόνο το 44 % των νέων ηλικίας 18-24 ετών που έχουν ολοκληρώσει την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο γενικό πληθυσμό ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών, το ποσοστό ανεργίας είναι, επίσης, πολύ υψηλότερο για τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μόνο τη βασική εκπαίδευση απ’ ό,τι για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (16,6% έναντι 5,1%). Ταυτόχρονα, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζει τις επιδόσεις των μαθητών: το 33,8 % των μαθητών από τα περισσότερο μειονεκτούντα κοινωνικοοικονομικά στρώματα σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τους μαθητές που είναι περισσότερο προνομιούχοι, για τους οποίους ο αριθμός αυτός είναι μόλις 7,6%.
Επενδύσεις
Σε ολόκληρη την Ε.Ε. – σύμφωνα με την έκθεση – οι επενδύσεις στην εκπαίδευση έχουν ανακάμψει από τη χρηματοπιστωτική κρίση και έχουν αυξηθεί ελαφρά και συγκεκριμένα κατά 1% σε ετήσια βάση σε πραγματικούς όρους. Στα δύο τρίτα περίπου των κρατών-μελών καταγράφεται αύξηση, ενώ τέσσερις χώρες αύξησαν τις επενδύσεις κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 5 %.
Η έκθεση
Η Έκθεση Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης για το 2017 είναι η 6η ετήσια που εκδίδεται και αποτυπώνει την εξέλιξη των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, συνθέτοντας μεγάλο εύρος αποδεικτικών στοιχείων. Μετρά την πρόοδο της Ε.Ε. σχετικά με τους έξι στόχους του 2020 για την εκπαίδευση και την κατάρτιση: 1) Το ποσοστό των ατόμων, που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση (ηλικίας 18-24 ετών), θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 10 %, 2) το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών με τριτοβάθμιο μορφωτικό επίπεδο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 40%, 3) τουλάχιστον το 95 % των παιδιών ηλικίας μεταξύ τεσσάρων ετών και της ηλικίας έναρξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να συμμετέχει στην εκπαίδευση, 4) το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15 ετών με χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 15%, 5) το 82 % των πρόσφατων αποφοίτων από την ανώτερη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ηλικίας 20-34 ετών), οι οποίοι βρίσκονται, πλέον, εκτός εκπαίδευσης ή κατάρτισης θα πρέπει να απασχολείται, 6) το 15% τουλάχιστον των ενηλίκων (ηλικίας 25-64 ετών) θα πρέπει να συμμετέχει σε επίσημη ή ανεπίσημη μάθηση.