Άλλαξε το πειθαρχικό των δημοσίων υπαλλήλων: Πότε τίθενται σε αργία

Με τις διατάξεις της παρ. 2 και της παρ. 3 του άρθρου 3 αντικαθίστανται τα άρθρα 103 του ν. 3528/2007 και 107 του ν. 3584/2007, περί αυτοδίκαιης αργίας και περιορίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες οι υπάλληλοι τίθενται αυτοδίκαια σε αργία.

Συγκεκριμένα τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:

α) ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση,

β) ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή και

γ) ο εκπαιδευτικός ή υπάλληλος που υπηρετεί σε σχολείο, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο.

Με τις διατάξεις της   παρ. 4 και της παρ. 5 του άρθρου 3 αντικαθίστανται τα άρθρα 104 του ν. 3528/2007 και 108 του ν. 3584/2007, περί δυνητικής αργίας.

Συγκεκριμένα: αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου:

α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό,

β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή

γ) υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.

Όσον αφορά στο μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων αυτό μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος με πράξη του ανώτατου μονοπρόσωπου οργάνου διοίκησης του φορέα όπου υπηρετεί. Με την ίδια απόφαση η υπόθεση παραπέμπεται στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο το οποίο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες συνέρχεται και γνωμοδοτεί για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει για τη θέση σε αργία εντός της ανωτέρω προθεσμίας.

Μετά την πάροδο έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσεως του υπαλλήλου σε αργία.

Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας από τη θέση σε δυνητική αργία.

Με τις διατάξεις της παρ. 6 και 7 του άρθρου 3 αντικαθίστανται τα άρθρα 105 του ν. 3528/2007 και 109 του ν. 3584/2007 περί των συνεπειών της θέσης σε αργία και ορίζεται ότι ο υπάλληλος που τελεί σε καθεστώς αργίας λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του με εξαίρεση την περίπτωση που στον υπάλληλο έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων κατά την οποία δεν καταβάλλονται αποδοχές αργίας. Οι παρακρατηθείσες αποδοχές επιστρέφονται εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για άτακτη διαχείριση. Δυνητική είναι η επιστροφή του συνόλου ή μέρους των αποδοχών που παρακρατήθηκαν, μετά από   ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, στην περίπτωση απαλλαγής του υπαλλήλου με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή επιβολής πειθαρχικής ποινής κατώτερης της οριστικής παύσης. Οι περιορισμοί και τα ασυμβίβαστα των δημοσίων υπαλλήλων ισχύουν και για τους υπαλλήλους που τελούν σε κατάσταση αργίας.

Με την παρ. 8 του άρθρου 3 εισάγονται μεταβατικής ισχύος ρυθμίσεις για τις περιπτώσεις υπαλλήλων που τελούν ήδη σε αυτοδίκαιη αργία λόγω υπαγωγής τους σε μία ή περισσότερες από τις καταργούμενες με το ψηφισθέν νομοσχέδιο διατάξεις.

Συγκεκριμένα, ορίζεται προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του ψηφισθέντος νομοσχεδίου, εντός της οποίας λήγει αυτοδίκαια η αργία που προβλέπεται στις καταργούμενες με την παρ. 1 του άρθρου 3 διατάξεις. Για τη διαπίστωση λήξης της αργίας εκδίδεται διαπιστωτική πράξη επανόδου του υπαλλήλου στα καθηκοντά του από το αρμόδιο για διορισμό όργανο.

Εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών ο οικείος Υπουργός, ο Πρόεδρος Ανεξάρτητης Αρχής, το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή, αν δεν υπάρχει, ο Πρόεδρος του συλλογικού οργάνου διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, στην περίπτωση των δημοτικών υπαλλήλων, πρέπει να αποφασίσει αιτιολογημένα την επιβολή του μέτρου της αναστολής άσκησης των καθηκόντων εφόσον υφίσταται επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, παραπέμποντάς τις με την ίδια απόφαση στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο προκειμένου αυτό να γνωμοδοτήσει εντός τριάντα (30) ημερών για τη θέση ή μη των υπαλλήλων σε δυνητική αργία σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 2 των άρθρων 104 του ν. 3528/2007 ή 108 του ν. 3584/2007 όπως ισχύουν.

Δυνάμει των ανωτέρω παρακαλούνται τα αρμόδια όργανα να διαμορφώνουν ασφαλή κρίση για τη διαφύλαξη του κύρους της υπηρεσίας και την εύρυθμη λειτουργία της σχετικά με την ανάγκη θέσης ή μη σε δυνητική αργία των υπαλλήλων που εμπίπτουν στις περιπτώσεις α΄, β΄και γ΄του άρθρου 104 του ν. 3528/2007 και 108 του ν. 3584/2007για τη διαφύλαξη του κύρους της υπηρεσίας και την εύρυθμη λειτουργία αυτής και εφόσον συντρέχουν λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που καθιστούν αναγκαία την αποχή του υπαλλήλου από τα υπηρεσιακά καθήκοντα.

Επισημαίνεται η συνέχιση υπαγωγής σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας των υπαλλήλων οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα και του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ψηφισθέντος νομοσχεδίου.

Διευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση και για λόγους ασφάλειας δικαίου θα πρέπει να εκδοθεί διαπιστωτική πράξη επαναφοράς στην υπηρεσία, ακόμη και επί των υποθέσεων για τις οποίες προβλέπεται αυτοδίκαιη λήξη της αργίας. Εξυπακούεται ότι αν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλουν αναστολή καθηκόντων υπαλλήλων που βρίσκονται σε αργία θα πρέπει αμελλητί να εκδοθεί η σχετική πράξη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

  1. ΠΟΙΝΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΥΣΗΣ

Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ψηφισθέντος νομοσχεδίου αντικαθίσταται το άρθρο 109 του ν. 3528/2007 όπως ισχύει και προβλέπεται πλέον η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης μόνο στα περιοριστικώς αναφερόμενα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, καταργώντας τη δυνατότητα, υπό το προϊσχύον καθεστώς, επιβολής της εν λόγω βαρύτατης ποινής για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα.

Συγκεκριμένα η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί αποκλειστικά και μόνο για τα παραπτώματα: της παράβασης του άρθρου 107 παρ.1 (α) του ν. 3528/2007 (πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία), της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας, της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας, της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εντός μιας τριετίας, της εξαιρετικώς σοβαρής απείθειας, της άμεσης ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχής σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί, της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή. Επίσης η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία του είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο αδίκημα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.

  1. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

Με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ψηφισθέντος νομοσχεδίου τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 146Β του ν. 3528/2007 όπως ισχύουν και επανακαθορίζεται η σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων με την προσθήκη νέων μελών σε αυτά προς ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας των υπαλλήλων στις διαδικασίες ενώπιόν τους.

Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια καθίστανται πενταμελή με προσθήκη, ως μελών τους, αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων, με τους αναπληρωτές τους. Συγκεκριμένα προστίθενται στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων δύο (2) αιρετοί εκπρόσωποι με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι είναι μέλη του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος.

Δείτε επίσης x

scroll to top

Συνεχίζοντας την περιήγησή σας στο e-dimosio.gr συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close