Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του νόμου Ραγκούση για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς. Η τελική απόφαση επιβεβαιώνει τις αρχικές εισηγήσεις που είχαν υποχρεώσει την κυβέρνηση να παγώσει τις σχετικές διαδικασίες έως την έκδοσή της.
Οι συνέπειες της απόφασης αυτής αναμένεται να είναι η ακύρωση όλων των πράξεων απονομής ιθαγένειας από το 2010 έως σήμερα σε όσους είτε γεννήθηκαν στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς είτε φοίτησαν σε ελληνικά σχολεία ενώ θα συζητηθεί η τύχη των δημοτικών εκλογών του 2010 στα συγκεκριμένα εκλογικά τμήματα όπου είχαν εγγραφεί αλλοδαποί στους εκλογικούς καταλόγους.
Η απόφαση του ΣτΕ επισημαίνει ότι οι ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νόμου προσκρούουν στις επιταγές του Συντάγματος καθώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο αντισυνταγματικός νόμος (3838/10) γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) και χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού εκείνου που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης.
Επίσης, αναφέρεται ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται μόνο στους Ελληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κρίνονται ως αντισυνταγματικές διατάξεις του υφιστάμενου νόμου για τη χορήγηση ιθαγένειας, σύμφωνα με ανακοίνωση της γενικής γραμματείας της κυβέρνησης «ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς ζήτησε από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου, να διαμορφώσει και προωθήσει σχέδιο νόμου, που θα ανταποκρίνεται στις παραδοχές και τις αποφάσεις του ΣτΕ».
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, «αποτελεί και προγραμματική δέσμευση της Κυβέρνησης η προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου απόδοσης Ιθαγένειας στις σύγχρονες ευρωπαϊκές απαιτήσεις και στις ιδιαίτερες συνθήκες του Ευρωπαϊκού νότου».