Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ και στους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα οι οποίοι καθημερινά χειρίζονται ηλεκτρονικούς υπολογιστές και είναι μπροστά από οθόνες, ανά δύο ώρες πρέπει να διακόπτουν την εργασία τους, είτε για διάλειμμα 15 λεπτών, είτε για να ασχοληθούν σε εργασία εκτός υπολογιστή.
Ειδικότερα, το ΣΤ΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Ιωάννης Γράβαρης και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με την υπ΄ αριθμ. 540/2021 απόφασή του έκρινε ότι οι επικεφαλής των Δημοσίων κ.λπ. φορέων, υποχρεούνται -και όχι απλώς έχουν την ευχέρεια- να σχεδιάζουν τη δραστηριότητα των εργαζομένων σε υπολογιστές, με τέτοιον τρόπο, ώστε να λαμβάνουν ανά δύο ώρες διάλειμμα.
Με το σκεπτικό αυτό το ΣτΕ δικαίωσε εργαζόμενο διοικητικό υπάλληλο σε κρατικό νοσοκομείο της Αττικής. Ο υπάλληλος διορίστηκε τον Ιανουάριο του 2008 στο νοσοκομείο και εργαζόταν «πλήρως και αποκλειστικά ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή» στο λογιστήριο του νοσοκομείου. Μετά την αποχώρησή του προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια υποστηρίζοντας ότι η διοίκηση του νοσοκομείου όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόταν σε αυτό, δεν τήρησε την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία (οδηγία 90/270/ΕΟΚ, και Π.Δ. 398/1994) για «την ασφάλεια στην εργασία και την προστασία της υγείας των εργαζομένων» και ουδέποτε του χορηγήθηκε προβλεπόμενο ανά δίωρο διάλειμμα, αλλά ούτε ανά δύο ώρες εναλλακτικά απασχολήθηκε σε καθήκοντα χωρίς χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ακόμα υποστήριξε ότι κάθε μέρα έχανε 60 λεπτά διαλείμματα, δηλαδή έχανε ημερησίως χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να αναπαύεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση, το ποσό που θα ελάμβανε κάποιος άλλος υπάλληλος ο οποίος θα τον αντικαθιστούσε το χρόνο των διαλειμμάτων. Παράλληλα, αξίωσε και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη «εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του νοσοκομείου, συνεπεία της παροχής της εργασίας του υπό συνθήκες έκθεσης της υγείας του σε κίνδυνο».
Το ΣτΕ αναφέρει ότι η διοίκηση του νοσοκομείου, με την ιδιότητα του εργοδότη, παρέλειψε, να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Π.Δ. 398/1994 για τις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων και δεν τήρησε την υποχρέωση «να προβεί σε ανάλυση και να αξιολογήσει τις θέσεις εργασίας και, μετά από διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους ή και τους εκπροσώπους τους, να προβεί στο σχεδιασμό της δραστηριότητας των εργαζομένων, της κατηγορίας του ενάγοντος, ο οποίος χρησιμοποιούσε επί καθημερινής βάσεως πλήρως και αποκλειστικά οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή, με τρόπο ώστε να εναλλάσσεται ανά δίωρο και για διάστημα μέχρι 15 λεπτών η εργασία αυτού ενώπιον της οθόνης, ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες απασχόλησής του, είτε με ανάθεση σε αυτόν άλλης δραστηριότητας είτε με τη χορήγηση διαλείμματος».
Στη συνέχεια το ΣτΕ αναφέρει ότι «ο χρόνος αυτός των ολιγόλεπτων διακοπών αποτελεί χρόνο εργασίας, εντός του νόμιμου ωραρίου του εργαζομένου, και όχι χρόνο ανάπαυσης αυτού, επιπλέον του ωραρίου απασχόλησής του, για τον οποίο ο εργαζόμενος, εφόσον μη νομίμως δεν του έχει χορηγηθεί ολιγόλεπτο διάλειμμα εργασίας, θα εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής». Η παράνομη παράλειψη του νοσοκομείου να ρυθμίσει το θέμα των διαλειμμάτων και τη λήψη των προβλεπόμενων αναγκαίων προστατευτικών και προληπτικών μέτρων για τους εργαζόμενους (εξέταση ματιών και όρασης κατά τακτά χρονικά διαστήματα, χρήση ειδικών γυαλιών, κ.λπ.), συνιστά έκθεση της υγείας των εργαζομένων σε κίνδυνο, για «την οποία αυτός θα εδικαιούτο εύλογης χρηματικής ικανοποίησης», αναφέρει το ΣτΕ.
Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ ανέπεμψε την υπόθεση στα Διοικητικά Δικαστήρια για να προσδιορίσουν το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη ο εργαζόμενος και απέρριψε όλους τους άλλους ισχυρισμούς του.