Με δύο ταχύτητες κινούνται οι αμοιβές στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα ενώ η ανισότητα αυτή διευρύνθηκε την τελευταία διετία. Σήμερα κατά μέσον όρο οι μισθοί στο Δημόσιο ξεπερνούν κατά 15% τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με Τα Νέα, τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δείχνουν ότι οι μισοί υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα έχουν αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 800 ευρώ και την ίδια στιγμή στο Δημόσιο οι εργαζόμενοι έχουν τουλάχιστον κατά 50% αμοιβές άνω των 1.000 ευρώ.
Μάλιστα μόλις το 11% των εργαζομένων στο Δημόσιο έχει αμοιβές κάτω από τα 800 ευρώ, ενώ την ίδια ώρα μόλις το 17% των υπαλλήλων και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχουν μισθό πάνω από τα 1.000 ευρώ. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έπεσαν πιο γρήγορα και με μεγαλύτερο ρυθμό σε σχέση με τον δημόσιο.
Τα επίσημα στατιστικά φανερώνουν ότι τη διετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το ωριαίο κόστος εργασίας στο Δημόσιο αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο (από το 1,7% το 2014 -2015 στο 3,4% το 2015 -2016). Ενώ την ίδια περίοδο το ωριαίο κόστος εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας έπεφτε κατά 2,3% το 2014 -2015 και 3,3% το 2015-2016.
Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η μισθολογική δαπάνη στη γενική κυβέρνηση αυξήθηκε το 2016 κατά 0,7% σε σχέση με το 2015 ενώ εκτός των άλλων στο διάστημα Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2016 οι δημόσιοι υπάλληλοι αυξήθηκαν κατά 17.880.
Την ίδια περίοδο πάνω από 101.000 θέσεις απασχόλησης χάθηκαν στον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ροών μισθωτής απασχόλησης Εργάνη.
Παράλληλα, τα νέα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το ωριαίο κόστος εργασίας στον μη επιχειρηματικό τομέα της ελληνικής οικονομίας (ο οποίος ειδικά στην Ελλάδα κυριαρχείται από τις υπηρεσίες του Δημοσίου) αυξήθηκε κατά 3,4% στο δ’ τρίμηνο του 2016, την ίδια περίοδο που το ωριαίο κόστος εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα μειώθηκε κατά 3,3%, αλλά και το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 1,1%.
Η αύξηση αυτή στο ωριαίο κόστος εργασίας στον δημόσιο τομέα το δ’ τρίμηνο του 2016 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 (σ.σ. 3,4%) είναι διπλάσια σε σχέση με εκείνη που σημειώθηκε στο δ’ τρίμηνο του 2015 ως προς το αντίστοιχο του 2014.
Η εντυπωσιακή αύξηση του ωριαίου κόστους εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο και μη κερδοσκοπικό τομέα της ελληνικής οικονομίας στο δ’ τρίμηνο του 2016 δεν οφείλεται τόσο στην αύξηση των βασικών μισθών των εργαζομένων, αλλά στην αύξηση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών και των διαφόρων επιδομάτων.
Συγκεκριμένα, στο δ’ τρίμηνο το ωριαίο μισθολογικό κόστος στον μη επιχειρηματικό τομέα μειώθηκε ελαφρώς κατά 0,7%, ενώ το ωριαίο μη μισθολογικό κόστος (εισφορές, επιδόματα) αυξήθηκε κατά 13,4%, οδηγώντας σε αύξηση του συνολικού ωριαίου εργασιακού κόστους (μισθολογικό και μη μισθολογικό) κατά 3,4%.
Αντίθετα, την ίδια περίοδο τόσο το μισθολογικό όσο και το μη μισθολογικό κόστος στον επιχειρηματικό τομέα καταποντίστηκαν κατά 2,9% και 5,9% αντίστοιχα.
Την τραγική πραγματικότητα της αγοράς εργασίας (ιδιωτικός τομέας) φέρνει στην επιφάνεια το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση του 2017.
Η μείωση των μισθών σε επίπεδα κάτω των 800 ευρώ μεικτά για περισσότερους από τους μισούς εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, η εντυπωσιακή αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, η απόλυτη κυριαρχία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης έναντι της πλήρους και η σημαντική αύξηση του ποσοστού φτώχειας από το 27,7% το 2010 στο 35,7% το 2015 αποτελούν πλέον την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.