Στην απόλυση τριών εργαζομένων από τον κλάδο έκδοσης εισιτηρίων προχώρησε η διοίκηση της ΣΤΑΣΥ (Σταθερές Συγκοινωνίες), καθώς, όπως προέκυψε από τους εσωτερικούς ελέγχους της εταιρείας, είχαν προβεί σε υπεξαίρεση χρημάτων.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, τα ποσά που είχαν αφαιρεθεί από τα ταμεία κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των πωληθέντων προϊόντων κομίστρου είναι περίπου 15.000 – 20.000 ευρώ από την κάθε εκδότρια.
Οι έλεγχοι μάλιστα, οι οποίοι πλέον γίνονται κάθε δύο ημέρες, έδειξαν ότι την πρακτική αυτή ακολουθούσαν εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα και μάλιστα δεν ήταν οι μοναδικές. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, τις επόμενες ημέρες αναμένονται άλλες 2-3 απολύσεις εργαζομένων για τον ίδιο λόγο, καθώς από το 2016 και μετά απόφαση της εταιρείας είναι σε αντίστοιχες περιπτώσεις άμεσα να υπάρχει καταγγελία της σύμβασης του εργαζομένου και υποβολή μήνυσης.
Οι πρώτες απολύσεις έγιναν την περασμένη Παρασκευή, αλλά όπως επισημαίνεται στις σχετικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν ήδη αναρτηθεί στη «Διαύγεια», ισχύουν από τις 12 Απριλίου.
Στο μικροσκόπιο
Στη ΣΤΑΣΥ, η οποία βρίσκεται ήδη στο μικροσκόπιο του εισαγγελέα Διαφθοράς ύστερα από το πόρισμα για το κύκλωμα εισιτηρίων, κατά διαστήματα εντοπίζονται υπεξαιρέσεις ποσών που φτάνουν έως και τα 40.000 ευρώ.
Πηγές της διοίκησης μάλιστα κάνουν λόγο για μια πρακτική… «εσωτερικού δανεισμού» που ισχύει εδώ και χρόνια, καθώς μέχρι πέρυσι ο εντοπισμός τέτοιων περιστατικών δεν ακολουθούνταν από την απόλυση του εργαζομένου εφόσον αυτός επέστρεφε το χρηματικό ποσό που είχε αφαιρέσει. «Πλέον είμαστε κάθετοι σε ό,τι αφορά αντίστοιχα περιστατικά. Υπάρχει από το 2016 απόφαση βάσει της οποίας όποιος αποδεδειγμένα έχει αφαιρέσει χρήματα, απολύεται και ταυτόχρονα υποβάλλεται μήνυση» σημειώνει ο πρόεδρος της ΣΤΑΣΥ, Σταύρος Στεφόπουλος.
Να σημειωθεί, πάντως, ότι τα κρούσματα αυτά δεν σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση των εργαζομένων οι οποίοι απέσυραν με διάφορα προσχήματα εισιτήρια από την κυκλοφορία και στη συνέχεια τα διέθεταν σε σημεία πώλησης εισπράττοντας οι ίδιοι το αντίτιμο. Ταυτόχρονα είχε διαπιστωθεί ότι έλειπαν βιβλία παράδοσης και παραλαβής εισιτηρίων αλλά και σάκοι ασφαλείας εισπράξεων.