«Διπλά αντισυνταγματική, αλλά και αντίθετη στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», είναι η απόφαση του υπουργού Υγείας από τις 14 Ιουνίου για την τιμολόγηση των φαρμάκων, όπως υποστηρίζει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος με προσφυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος υποστηρίζει ότι από την ερμηνεία του άρθρου 5 του Συντάγματος που προστατεύει την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας και τη νομολογία του ΣτΕ συνάγεται ότι «η αγορανομικά καθοριζόμενη ανώτατη τιμή πώλησης φαρμάκου όχι μόνο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του κόστους παραγωγής ή εμπορίας ορθολογικώς οργανωμένης επιχειρήσεως στον κλάδο αυτό παραγωγής ή εμπορίας, όπως το κόστος αυτό διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονομικοτεχνικές συνθήκες, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και εύλογο, επίσης από ορθολογικώς οργανωμένη επιχείρηση προσδοκώμενο, ποσοστό κέρδους».
Όμως, συνεχίζει ο Σύνδεσμος, η επέκταση, επομένως, «της νοσοκομειακής τιμής και στις πωλήσεις προς τα ιδιωτικά φαρμακεία παραβιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, καθώς επιβάλει στις πρώτες να πωλούν σε τιμή χαμηλότερη απ’ ότι προφανώς είχαν υπολογίσει, μην αναλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό το κόστος παραγωγής των προϊόντων τους».
Σε κάθε περίπτωση, προσθέτει ο Σύνδεσμος, «η νέα αυτή ρύθμιση θα έχει ως αποτέλεσμα να παύσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες να παράγουν τα φάρμακα εκείνα, για τα οποία θα αναλάβουν ξαφνικά πρόσθετα κόστη (π.χ. κόστος διανομής προς τα ιδιωτικά φαρμακεία των κλινικών), ενώ θα απολέσουν σημαντικά έσοδα (λόγω της μειωμένης τιμής πώλησης προς τα ιδιωτικά φαρμακεία των κλινικών) με περαιτέρω αποτέλεσμα τη σημαντική διαρροή πελατείας που προστατεύεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του Συντάγματος».
Παράλληλα, τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις παραβιάζει η επίμαχη υπουργική απόφαση, κατά το σκέλος εκείνο που επιβάλλει στην εσωτερική αγορά φαρμακευτικών προϊόντων την υποχρέωση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων να χορηγούν πίστωση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δυο μηνών προς τα φαρμακεία και φαρμακέμπορους.
Η πρόβλεψη αυτή, υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος, «αποτελεί μη νόμιμη επέμβαση στην εμπορική δραστηριότητα των επιχειρήσεων και έχει το χαρακτήρα σαφούς περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι ρυθμίζει τον τρόπο πληρωμής των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που πωλούνται στην εσωτερική αγορά».
Επιπρόσθετα, η επίμαχη υπουργική απόφαση παραβιάζει το άρθρο 4 της ΣυνθΛΕΕ, στρεβλώνει τους όρους ανταγωνισμού σε «μια ήδη αντι-ανταγωνιστική αγορά», αναφέρει ο Σύνδεσμος. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η εν λόγω απόφαση του υπουργείου Υγείας «καθιερώνει αυθαίρετα, τη χορήγηση πίστωσης στην εξόφληση των φαρμάκων από τους πελάτες των επιχειρήσεων-μελών του Συνδέσμου προς τις επιχειρήσεις και αλλοιώνει-στρεβλώνει τους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού».
Ο Σύνδεσμος τονίζει ότι «η αγορά των φαρμάκων στην Ελλάδα παρουσιάζει ούτως ή άλλως μια ιδιόμορφη περίπτωση ανεπάρκειας όρων υγιούς ανταγωνισμού εξαιτίας της άμεσης και εκτενούς κρατικής παρέμβασης και του νομοθετικού προσδιορισμού τόσο της έρευνας και ανάπτυξης όσο και της κυκλοφορίας, μεταφοράς, διανομής και τιμολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων». Για το λόγο αυτό, καταλήγει ο Σύνδεσμος, η με οποιονδήποτε τρόπο περαιτέρω παρέμβαση του κράτους με μέτρα νομοθετικού περιεχομένου, χωρίς κάποιο προφανή λόγο, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια αλλοιώνει ουσιαστικά τους όρους ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά».