Αδυναμία να παράσχει ονομαστικά και αριθμητικά στοιχεία στη Βουλή για όσους έχουν λάβει συντάξεις λόγω συνδικαλιστικής ιδιότητας, δηλώνει το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. Σε έγγραφο του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση που διαβιβάστηκε στη Βουλή διευκρινίζεται ότι, «στο μηχανογραφικό αρχείο που τηρείται για τους συνταξιούχους του τέως Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Εκπροσώπων και Υπαλλήλων Εργατικών Επαγγελματικών Οργανώσεων (ΤΕΑΕΥΕΕΟ) το οποίο έχει συγχωνευθεί από το 1999 στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, μετέπειτα ΕΤΕΑΜ και σήμερα ΕΤΕΑ, δεν υπάρχει ένδειξη που να διαχωρίζει τους συνταξιούχους λόγω συνδικαλιστικής δράσης». Όπως αναφέρει ο κ. Βρούτσης, «ονομαστικά στοιχεία θα υπάρξουν αφού γίνει η επεξεργασία και ο διαχωρισμός των εν λόγω συνταξιούχων από τους αντίστοιχους ατομικούς φακέλους που τηρούνται στα αρμόδια υποκαταστήματα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, από τα οποία εξυπηρετείται το τέως ΕΤΕΑΜ».
Το έγγραφο του υπουργού Εργασίας διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από ερώτηση που είχαν καταθέσει 22 βουλευτές της ΝΔ με την οποία ζητούσαν από τον υπουργό να ενημερώσει «ποιοι λαμβάνουν ονομαστικά τη σύνταξη αυτή τα τελευταία 20 χρόνια», «ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της Ειδικής Σύνταξης» και «αν ισχύει και για περιπτώσεις συνδικαλιστών, οι οποίοι θήτευσαν στο Κοινοβούλιο ή σε υπουργικούς θώκους».
Ειδικά για το τελευταίο ερώτημα – για το εάν ειδική σύνταξη έλαβαν συνδικαλιστές, οι οποίοι θήτευσαν στο κοινοβούλιο ή σε υπουργικούς θώκους- ο κ. Βρούτσης επισημαίνει στους βουλευτές ότι «προκειμένου ασφαλισμένος να δικαιωθεί σύνταξης λόγω συνδικαλιστικής ιδιότητας, δεν εξετάζεται αν αυτός έχει θητεύσει στο Κοινοβούλιο ή σε υπουργικό θώκο, παρά μόνο αν πληρούνται οι σχετικές συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις του τέως ΤΕΑΕΥΕΕΟ». Ο υπουργός σημειώνει ταυτόχρονα ότι «η σύνταξη αυτή χορηγείται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη συνταξιοδότηση από φορέα κύριας ασφάλισης, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων και χορηγείται παράλληλα με την επικουρική σύνταξη λόγω απασχόλησης».
Σε κάθε περίπτωση ο υπουργός Εργασίας σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι «στο πλαίσιο εξορθολογισμού του ασφαλιστικού συστήματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ειδικές αυτές συνδικαλιστικές συντάξεις χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από μέρος των εσόδων των ασφαλιστικών οργανισμών, προωθείται νομοθετική ρύθμιση για τη διακοπή χορήγησης τους και την κατάργηση του σχετικού δικαιώματος».
Οι βουλευτές που έχουν υπογράψει την ερώτηση είναι οι κ.κ. Λευτέρης Αυγενάκης, Γιώργος Κοντογιάννης, Ανδρέας Κουτσούμπας, Κωνσταντίνος Κόλλιας, Κώνσταντίνος Κουτσογιαννόπουλος, Λάζαρος Τσαβδαρίδης, Γιώργος Καρασμάνης, Κυριάκος Βιρβιδάκης, Γιάννης Μιχελάκης, Ευστάθιος Κωνσταντινίδης, Μαρία Αντωνίου, Γιώργος Βλάχος, Βασίλης Υψηλάντης, Κωνσταντίνος Κατσαφάδος, Θεόδωρος Σολδάτος, Κωνσταντίνος Κουκοδήμος, Γιώργος Κασαπίδης, Γιώργος Κωνσταντόπουλος, Γιάννης Κεφαλογιάννης, Δημήτρης Σαμπαζιώτης, Ιορδάνης Τζαμτζής και ο ανεξάρτητος σήμερα Νίκος Σταυρογιάννης. Όπως θυμίζουν, ο νόμος 971/1937 παρείχε το δικαίωμα ειδικής σύνταξης σε συνδικαλιστικούς εκπροσώπους και ότι Πρόεδροι, Γενικοί Γραμματείς Πρωτοβάθμιων και Δευτεροβάθμιων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, μέλη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος που διετέλεσαν για 12 χρόνια μέχρι και το 1999, σε ένα από τα αξιώματα αυτά δικαιούνται την καταβολή της. Η σύνταξη χορηγείται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και χρηματοδοτείται με ποσοστό επί των ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ. Έχουν επίσης καταγγείλει ότι η σύνταξη αυτή παραβιάζει τις αρχές της ισονομίας πολύ περισσότερο που έχουν επιβληθεί ιδιαίτερα μεγάλες περικοπές σε όλους τους συνταξιούχους.