Η αδυναμία της οικογένειάς τους να πάνε διακοπές ή ταξίδια φαίνεται να είναι η κύρια συνέπεια της οικονομικής κρίσης για τους εφήβους που συμμετείχαν στην «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων μαθητών- HBSC/WHO» με ποσοστό (27,9%). Τη δεύτερη θέση με ποσοστό 27,3% καταλαμβάνουν οι καβγάδες και οι εντάσεις στην οικογένεια ενώ στην τρίτη θέση με ποσοστό 21,3% οι μαθητές αναφέρουν ότι τουλάχιστον ένας γονέας έχασε τη δουλειά του.
Οι έφηβοι φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης μιας και τις βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Έτσι όπως αναμενόταν το ποσοστό των εφήβων-μαθητών που έχουν τουλάχιστον έναν άνεργο γονιό έχει αυξηθεί σε βάθος χρόνου -παρά το γεγονός ότι θεωρείται από τους ίδιους η τρίτη συνέπεια της κρίσης- και παράλληλα μειώνεται αισθητά το ποσοστό εκείνων που θεωρούν ότι το 2014 η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλή.
Συγκεκριμένα το 14,6% των μαθητών ανέφεραν ότι οι γονείς τους είναι άνεργοι και ψάχνουν για δουλειά. Ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το 2010 όπου τότε έφτανε το 6,8% και πενταπλάσιο σε σχέση με το 2002 (3,2%). Αυξητική τάση παρατηρήθηκε, από το 1998 στο 2006, σχετικά με το ποσοστό των εφήβων που θεωρούσαν ότι η οικογένειά τους έχει μια καλή οικονομική κατάσταση. Ενώ από το 2010 στο 2014 το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται σημαντικά, από 64,7% σε 48,2%.
Παράλληλα, σημαντική μερίδα των εφήβων, κυρίως των μεγαλύτερων σε ηλικία, βιώνουν έντονα την οικονομική κρίση όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την αδυναμία της οικογένειάς τους να κάνει διακοπές και ταξίδια, την ανάγκη για μετακόμιση σε μικρότερο σπίτι (8,2%) και σε κάποιες περιπτώσεις, την αδυναμία για αγορά τροφίμων (5,4%).
Αν και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας των εφήβων φαίνεται να γίνεται δεσμενέστερη, δεν παρουσιάζονται σημαντικές μεταβολές στην ικανοποίηση που δηλώνουν οι έφηβοι από τις οικογενειακές τους σχέσεις. Οι περισσότεροι έφηβοι απάντησαν ότι τους είναι εύκολο να μιλούν σε έναν από τους δύο γονείς (89,1%) με τη μητέρα να εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη. Το ποσοστό αυτό μειώνεται όμως από τη μικρότερη ηλικιακή ομάδα στη μεγαλύτερη (94,8% οι 11χρονοι, 89,2% οι 13χρονοι και 83% οι 15χρονοι) και να είναι υψηλότερο για τα αγόρια (91,1%) από ό,τι τα κορίτσια (87,1%). Ενώ ένας στους εννέα (10,9%) ανέφερε ότι δεν του είναι εύκολο να μιλήσει σε κανέναν από τους δύο γονείς του.
Όσον αφορά την υποστήριξη από την οικογένεια προκύπτει ότι τα κορίτσια νιώθουν ότι έχουν συναισθηματική υποστήριξη από την οικογένειά τους σε μικρότερο βαθμό (84,6%) από τα αγόρια (88,6%). Ενώ σταδιακά από τη μικρότερη ηλικιακή ομάδα στη μεγαλύτερη το ποσοστό των εφήβων που νιώθουν ότι έχουν την υποστήριξη από την οικογένειά τους μειώνεται σημαντικά.
Σχετικά με τον γονεϊκό έλεγχο φαίνεται ότι ο πατέρας της κάθε οικογένειας εξακολουθεί να μη γνωρίζει για τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών του από ό,τι η μητέρα. Χαρακτηριστικό είναι το ποσοστό στην ερώτηση «ποιοι είναι οι φίλοι τους», όπου φαίνεται ότι η άγνοια του πατέρα φθάνει το 43,2% σε σχέση με το ποσοστό της μητέρας που φθάνει το 19,3%.
Σημαντικό ποσοστό των εφήβων ανέφεραν ότι οι γονείς τους δεν γνωρίζουν τις δραστηριότητές τους· εντούτοις, η μητέρα των εφήβων φαίνεται να έχει μεγαλύτερη γνώση από τον πατέρα για το πού βρίσκονται στον ελεύθερό τους χρόνο, ποιοι είναι οι φίλοι τους και πώς ξοδεύουν τα χρήματά τους.
Όπως αναφέρουν και οι συγγραφείς της έρευνας, «δεδομένου ότι η εφηβεία αποτελεί μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, το οικογενειακό περιβάλλον και ιδιαίτερα οι σχέσεις εφήβου-γονιού πρέπει να αποτελέσουν πεδίο εστίασης στην ανάπτυξη πολιτικών και παρεμβάσεων ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης όπως αυτή που διανύει η χώρα. Κατά συνέπεια, παρεμβάσεις προαγωγής της σωματικής και ψυχοκοινωνικής υγείας που αναπτύσσονται στην κοινότητα και στο σχολικό περιβάλλον επιβάλλεται να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες που σχετίζονται με την αυξημένη ευαλωτότητα των οικογενειών λόγω οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών».
Έρευνα υπό την αιγίδα του ΠΟΥ
Η «Έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων μαθητών» διεξάγεται στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος «Health Behaviour in School-Aged Children» (HBSC, www.hbsc.org) υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Η έρευνα επαναλαμβάνεται ανά τετραετία σε περισσότερες από 40 χώρες παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των εφήβων και τους κινδύνους που απειλούν την υγεία τους. Με σκοπό τα αποτελέσματα να κατευθύνουν τις πολιτικές πρόληψης των κρατών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα.
Στην Ελλάδα το πρόγραμμα πραγματοποιείται από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) από το 1998 με την επιστημονική ευθύνη της ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Άννας Κοκκέβη.
Στην εφετινή έρευνα συμμετείχαν 4.141 μαθητές εφηβικής ηλικίας από τις Στ΄ Δημοτικού, Β΄ Γυμνασίου και Α΄ Λυκείου από 245 σχολικές μονάδες. Οι μαθητές απάντησαν σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο μέσα στις τάξεις τους.
Η έρευνα υλοποιήθηκε χάρη στη μερική οικονομική ενίσχυση από τη Unicef και στην εθελοντική συμβολή μελών και φοιτητών ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας.