Πέντε στους 10 εργαζομένους έχουν υποστεί μείωση μισθού, ενώ 3 στους 10 εργάζονται περισσότερες ώρες, σύμφωνα με έρευνα της Digipoll της Wizzard – From Wisdom to Magic, Holistic Marketing Solutions, που έγινε για λογαριασμό της Adecco.
Η έρευνα δείχνει ότι η κρίση επηρέασε όλα τα πεδία της εργασιακής, και όχι μόνο, δραστηριότητας. Από τους 451 συμμετέχοντες, το 55% δήλωσε ότι δεν εργάζεται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ, από το υπόλοιπο 45%, 34% εργάζονται με σχέση πλήρους και 11% με σχέση μερικής απασχόλησης.
Η πλειονότητα (59%) όσων δήλωσαν ότι εργάζονται προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ σημαντικό ποσοστό είναι δημόσιοι υπάλληλοι (23%) και ελεύθεροι επαγγελματίες (16%).
Τα ευρήματα της έρευνας αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον εξαιτίας του ότι το 52% των ερωτηθέντων που εργάζονται διαθέτουν ικανή (πάνω από 10 έτη) προϋπηρεσία στην αγορά εργασίας, ενώ 45% βρίσκονται για περισσότερα από έξι χρόνια στην ίδια θέση.
Στην ερώτηση για το αν οι συνθήκες εργασίας τους κατά τα δύο τελευταία χρόνια έχουν μεταβληθεί και πώς, 68% απάντησαν ότι οι συνθήκες εργασίας τους έχουν επιδεινωθεί, 23% ότι έχουν παραμείνει ίδιες και μόνο 9% ότι έχουν βελτιωθεί.
Καλούμενοι να περιγράψουν με ποιον ακριβώς τρόπο έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες εργασίας τα δύο τελευταία χρόνια, οι μισοί (50%) συμμετέχοντες που εργάζονται ανέφεραν ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα έχουν υποστεί μείωση μισθού, 25% δήλωσαν ότι εργάζονται πλέον περισσότερες ώρες, 14% επεσήμαναν την άσχημη ψυχολογία που επικρατεί στο περιβάλλον εργασίας τους λόγω αυξημένου στρες και του φόβου της απόλυσης/ανεργίας και 13% αναφέρθηκαν στην έλλειψη προσωπικού.
Σημαντικά ήταν επίσης τα ποσοστά που έκαναν λόγο για την αύξηση των απαιτήσεων και της πίεσης στο χώρο εργασίας, αλλά και για τη μείωση του τζίρου ή των κερδών (9% σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις), για κακές συνθήκες εργασίας (8%), μεγαλύτερο όγκο δουλειάς (7%), καθυστερήσεις στην πληρωμή (5%) ή ακόμη και απλήρωτη εργασία (4%).
Η παραπάνω εικόνα ενισχύεται από το γεγονός ότι 45% και 42% των εργαζομένων που συμμετείχαν στην έρευνα επιβεβαίωσαν αντίστοιχα πως έχουν αυξηθεί ο όγκος και τα καθήκοντα/αρμοδιότητες της δουλειάς τους, ενώ σχεδόν οι μισοί (48%) απάντησαν ότι οι οικονομικές τους απολαβές έχουν μειωθεί δυσανάλογα σε σχέση με τις απαιτήσεις και τον όγκο της εργασίας τους και 38% εξέφρασαν την αίσθηση της στασιμότητας στην εργασία τους.
Ως συνέπεια των παραπάνω, 31% και 27% των εργαζόμενων ερωτηθέντων, αντίστοιχα, δήλωσαν ότι αναζητούν ήδη ή σκοπεύουν να αναζητήσουν σύντομα άλλη εργασία, με καλύτερες απολαβές ή που να ανταποκρίνεται καλύτερα στα προσόντα τους.
Οσον αφορά το ποσοστό 55% των συμμετεχόντων στην έρευνα που δεν εργάζονται, 31% βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους με τον προηγούμενο εργοδότη τους, 20% δήλωσαν νεοεισερχόμενοι στην αγορά που δεν έχουν καταφέρει ακόμα να βρουν εργασία, ενώ 11% και 5%, αντίστοιχα, βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας όταν έκλεισε η επιχείρηση/ κατάστημα στο οποίο εργάζονταν ή ήταν ιδιοκτήτες – μόνο 5% των ερωτηθέντων που δεν εργάζονται έχουν παραμείνει εκτός αγοράς από επιλογή.
Σχεδόν το ένα τρίτο (31%), μάλιστα, των μη εργαζόμενων συμμετεχόντων στην έρευνα έχουν παραμείνει άνεργοι για περισσότερα από δύο χρόνια, 19% για χρονικό διάστημα μεταξύ επτά και δώδεκα μηνών, 18% για δύο χρόνια και 15% είναι άνεργοι από έναν ώς έξι μήνες. Μεταξύ των ανέργων, σημαντικό ποσοστό (23%) έχει στο ενεργητικό του 10-15 έτη προϋπηρεσίας, 29% από τέσσερα ώς έξι έτη, 18% από ένα ώς τρία έτη και 13% από επτά ώς εννέα έτη.
Ερωτώμενοι για το αν συνολικά οι συνθήκες εργασίας κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αλλάξει και πώς, με βάση είτε τη δική τους προσωπική εμπειρία είτε την εμπειρία ανθρώπων από το συγγενικό/φιλικό τους περιβάλλον, η συντριπτική πλειονότητα (96%) των συμμετεχόντων στην έρευνα που δεν εργάζονται δήλωσαν ότι αυτές έχουν επιδεινωθεί.
44% κάνουν λόγο για μείωση αποδοχών, 23% για εκμετάλλευση των εργαζομένων, 20% για περισσότερες ώρες εργασίας, 18% για απολύσεις, 16% για δυσκολία ανεύρεσης εργασίας, 14% για ανασφάλιστη εργασία και καταπάτηση δικαιωμάτων, 9% για άσχημη ψυχολογία και 8% για κακές συνθήκες εργασίας. Πηγή enet.gr