Ο αριθμός των απασχολούμενων στο β΄ τρίμηνο ανήλθε σε 3.793.147 άτομα και των ανέργων σε 1.168.761, ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ. Έτσι, το ποσοστό ανεργίας ήταν 23,6%, έναντι 22,6% του προηγούμενου τριμήνου και 16,3% του αντίστοιχου τριμήνου του 2011.
Όπως αναφέρεται, η απασχόληση μειώθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 8,7% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2011. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 4,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 44,2% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2011.
Από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έρευνας προκύπτει ότι:
• Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (27,3%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (20,8%). Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (53,9%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 62,1%.
• Η κατανομή της ανεργίας, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (35,8%). Ακολουθούν τα άτομα που έχουν απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης και τα άτομα με πτυχία Ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (26%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12,9%) και στους πτυχιούχους της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (16,2%).
• Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 45,7% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 47,6% αναζητά πλήρη, αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 6,6% αναζητά μερική απασχόληση ή δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
• Ένα ποσοστό ανέργων (5,5%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του β΄ τριμήνου του 2012 κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή:
α) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (29,5%),
β) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (25,4%),
γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (18,0%).
Οι νέοι και οι μακροχρόνιοι
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 23,3% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 59%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (32,5% έναντι 22,7%). Επίσης, το 71,1% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 51,7%.
Σε επίπεδο Περιφέρειας το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία με 30% και στη Στερεά Ελλάδα με 28,4%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στις Ιονίους Νήσους με 14,3% και στο Νότιο Αιγαίο με 15,3%.
Λίγοι οι τυχεροί
Κατά το β΄ τρίμηνο του 2012, βρήκαν απασχόληση 76.837 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, το ίδιο χρονικό διάστημα, 36.869 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 224.691 άτομα, τα οποία έναν χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 97.939 άτομα που ήταν απασχολούμενα είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά.
Επιπλέον, 118.153 άτομα, που πριν από ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Όπως σημειώνει η ΕΛΣΤΑΤ, εξετάζοντας την εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων, ανά τομέα της οικονομίας, παρατηρούμε ότι σε όλους τους τομείς παρατηρείται μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο.
Στον πρωτογενή τομέα η μείωση ανέρχεται στο 3,1%, στο δευτερογενή στο 15% και στο τριτογενή στο 8,1%.
Στο 7,3% η μερική απασχόληση
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 7,3% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 60,3% έκανε αυτήν την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 9,3% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 5,6% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 24,7% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,2%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.