Το lockdown και η πανδημία έχουν φέρει τα πάνω κάτω εκτός από την κοινωνία και στην οικονομία και όπως είναι φυσικό οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες. Μία εξ αυτών ήδη βρίσκεται στα σκαριά και αφορά τις αποδείξεις. Όπως είναι γνωστό με βάση την κείμενη νομοθεσία ο κάθε φορολογούμενος θα πρέπει να συγκεντρώνει το 30% του εισοδήματός του σε αποδείξεις. Στην αντίθετη περίπτωση ο φορολογούμενος θα καλείται να πληρώσει «πέναλτι». Από το υπουργείο Οικονομικών δηλώνουν ότι το θέμα με τις αποδείξεις δεν τους έχει απασχολήσει επί του παρόντος, αλλά αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν αλλαγές και προσαρμογές. Και ειδικά αφού το lockdown πλήττει και τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Δύο οι βασικοί λόγοι που του υπουργείο Οικονομικών φέρεται ότι οδηγείται προς αυτή την απόφαση.
Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι εξαιτίας της πανδημίας και του lockdown, ο κόσμος δεν μπορεί να κυκλοφορεί και να καταναλώνει, όχι επειδή δεν το θέλει, αλλά κυρίως λόγω του ότι δεν μπορεί να το πράξει, με αποτέλεσμα η κατανάλωση να υποχωρεί. Και αυτό φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία. Από την μία η κατανάλωση είναι ο μεγάλος χαμένος της πανδημίας και από την άλλη οι καταθέσεις μέσα σε αυτό το διάστημα έχουν σημειώσει μία εντυπωσιακή αύξηση.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι ηλεκτρονικές αγορές δεν είχαν την αύξηση που θα περίμενε η κυβέρνηση, έτσι ώστε να καλυφθεί ένα μέρος της χαμένης καταναλωτικής δραστηριότητας. Όπως σημείωσε ο Στ. Πέτσας, «οι ηλεκτρονικές συναλλαγές όπως ήταν αναμενόμενο δεν αυξήθηκαν στο επίπεδο που θα θέλαμε. Και αυτό γιατί δεν ήταν έτοιμοι ούτε οι καταναλωτές αλλά ούτε και τα καταστήματα». Ειδικά για τις επιχειρήσεις του λιανεμπορίου υπογράμμισε ότι «υπάρχει μια τρομερή δυστοκία να παραδοθούν τα προϊόντα στην ώρα τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οι ένας μεγάλος αριθμός φορολογουμένων δεν θα καταφέρουν να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με e-αποδείξεις και θα κληθούν το επόμενο έτος να πληρώσουν έξτρα φόρο 22% για τις αποδείξεις που θα λείπουν.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσει φέτος ηλεκτρονικές συναλλαγές ύψους 6.000 ευρώ. Στην περίπτωση που εμφανίσει λιγότερες, π.χ. 5.000 ευρώ, τότε στη διαφορά των 1.000 ευρώ θα επιβληθεί φόρος 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με έξτρα φόρο 220 ευρώ (1.000 Χ 22%).
Οι φορολογούμενοι που έχουν περιθώριο μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές αποδείξεις και θα πρέπει να γνωρίζουν ότι:
Για τον υπολογισμό του ύψους του εισοδήματος δεν λαμβάνεται υπόψη η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και το ποσό της διατροφής που δίνεται από τον φορολογούμενο στον/στη διαζευγμένο/-η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή/και σε εξαρτώμενο τέκνο του, εφόσον αυτό καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Επιπλέον, δεν περιλαμβάνεται το εισόδημα που προκύπτει από την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων. Στις e-αποδείξεις που «μετρούν» περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα έξοδα κάθε νοικοκυριού, όπως οι δαπάνες για αγορές τροφίμων, ποτών, ρούχων, παπουτσιών, ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων, λογαριασμοί κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης και κοινοχρήστων, ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, νοσήλια και ασφάλιστρα. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δίκυκλων (πλην ποδηλάτων), σκαφών, αεροπλάνων, αεροσκαφών, αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.).
Για φορολογουμένους με ληξιπρόθεσμα χρέη στο Δημόσιο στους οποίους έχουν κατασχεθεί ένας η περισσότεροι λογαριασμοί, πλην του ακατάσχετου λογαριασμού, το όριο των δαπανών με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής περιορίζεται σε 5.000 ευρώ.
Μειώνεται στο 20% το απαιτούμενο ποσό ηλεκτρονικών αποδείξεων για όσους καταβάλλουν πάνω από το 60% του πραγματικού εισοδήματός τους για την πληρωμή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, δόσεις δανείων και για ενοίκια (κύριας ή/και δευτερεύουσας κατοικίας, επαγγελματικής στέγης.