Στο επίπεδο των 860 ευρώ – κατώτατο μισθό – φαίνεται να συμφωνούν εργοδότες και εργαζόμενοι στον κλάδο του εμπορίου, και όπως προκύπτει από τις διαπραγματεύσεις, προχωρούν στην υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης. Κύρια θέση της ΕΣΕΕ στις συζητήσεις και συναντήσεις με την ΓΣΕΒΕΕ και την ΟΙΥΕ ήταν ο επαναπροσδιορισμός του μισθού του εμποροϋπαλλήλου, από 918,13 ευρώ στα 815 ευρώ, δηλαδή στης προ-κρίσης περιόδου (1-1-09) και διατήρηση του σε σταθερά επίπεδα μέχρι να βγούμε από την παρούσα δύσκολη συγκυρία.
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου Β. Κορκίδης, σε ανακοίνωση, «κύρια επιδίωξη της συνομοσπονδίας, με ειλικρινείς προθέσεις είναι να υπογραφεί μια κλαδική σύμβαση εμπορίου η οποία θα αποτρέψει με τη λήξη του χρόνου της μετενέργειας να υπάρξουν ανεξέλεγκτες μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα».
Υπενθυμίζεται ότι ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ δεν έχουν καταγγείλει την ισχύουσα σύμβαση, συνεχίζοντας την διαπραγμάτευση, ενώ, ήδη, τρέχει, έως τα τέλη Ιουλίου-αρχές Αυγούστου, ο χρόνος της μετενέργειας, λόγω της μονομερούς καταγγελίας στην οποία προέβη ο ΣΕΛΠΕ.
Στο κείμενο θέσεων και προτάσεων που κατέθεσε προς επεξεργασία ο κ.Κορκίδης, τα συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι, σε ένα υποθετικό σενάριο λύσης της κλαδικής σύμβασης του εμπορίου, μετά την λήξη του τριμήνου και την εισαγωγή της μετενέργειας, οι μειώσεις των μισθών με διευθυντικό δικαίωμα (βασικός μισθός της κλαδικής συν τα 4 επιδόματα) θα κυμανθούν κατά προσέγγιση από 12% έως 23-25%. Ωστόσο, όπως αναφέρει, με την επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς, η κατάσταση εκτρέπεται εκτός ελέγχου, προσθέτοντας ότι: «Ο ΣΕΛΠΕ, ήδη, κατήγγειλε την σύμβαση, ενώ, ακόμη και στο χώρο των ΜμΕ, πολλές επιχειρήσεις, λόγω αδυναμίας και έλλειψης ρευστότητας, δεν καταβάλλουν μισθούς εδώ και 3 μήνες ή καταφεύγουν σε κατάρτιση ατομικών συμβάσεων. Παράλληλα, τα μέλη μας από όλη την επικράτεια πιέζουν για μειώσεις από 22% και άνω και για κατάργηση όλων των επιδομάτων, εκτός των τεσσάρων που προβλέπει η ΠΥΣ 6/2012. Στα παραπάνω πλαίσια, η μετρημένη και στο μέτρο του απολύτως απαραίτητου μείωση του μισθολογικού κόστους στα επίπεδα της προ κρίσης μισθών καθίσταται πλέον αναγκαία. Συγκεκριμένα, πρότασή μας είναι ο επαναπροσδιορισμός του μισθού στον κλάδο του εμπορίου από 918,13 ευρώ στα 815 ευρώ. Πιστεύουμε ότι, κύριος σκοπός μας πρέπει να είναι να κρατήσουμε την σύμβασή μας στην ζωή και να εξασφαλίσουμε τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας».
Κατά τον κ. Κορκίδη επιβάλλεται ένας νέος σχεδιασμός της σύμβασης «σε λευκό χαρτί» και «εφ’ όλης της ύλης», που θα περιλαμβάνει μία κοινωνική συμφωνία, με ρεαλιστικές επιλογές και όρους επωφελείς τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες. Συνακόλουθα, θέτει προς συζήτηση τη μεσοσταθμική μείωση 11% σε όλα τα κλιμάκια και τις ειδικότητες της σύμβασης, με διατήρηση όλων των επιδομάτων, όπως έχουν συμφωνηθεί στις προηγούμενες συμβάσεις. Το προτεινόμενο ποσοστό, όπως τονίζεται, βρίσκεται στο μέσο όρο ανάμεσα στις μειώσεις που επιφέρει η ΠΥΣ και στις απαιτήσεις των μελών μας, οπότε η πρότασή μας έχει απόλυτα ρεαλιστική βάση. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί διαπραγμάτευση για την απάλειψη συγκεκριμένων κανονιστικών όρων της σύμβασης, οι οποίοι θα κατατείνουν σε ονομαστική μείωση των αποδοχών κατά 11%, η οποία μεταφράζεται σε πραγματική μείωση των αποδοχών των εργαζομένων σε ποσοστό 15%.
Με την υπογραφή μιας κλαδικής σύμβασης του εμπορίου, οι εργοδότες εκτιμούν πως θα έχουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια τους, ώστε να διεκδικήσουν την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων. Ακόμη, θεωρούν ότι μπορούν, άμεσα, να συμφωνήσουν και να συντάξουν ένα παράρτημα, το οποίο θα συμπεριλαμβάνεται στην κλαδική σύμβαση του εμπορίου και θα περιέχει όρους και προϋποθέσεις περί ορισμού των ελαστικών μορφών εργασίας στο εμπόριο, αλλά και δημόσιας αναγγελίας των εμπορικών επιχειρήσεων που τηρούν τη σύμβαση, είτε με την μέθοδο της πινακίδας, είτε με άλλο τρόπο στις προθήκες των εμπορικών καταστημάτων.
Εκτός των εργασιακών θεμάτων, ιδιαίτερη σημασία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ και η τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους προς αυτές. Το Δημόσιο δεν εξοφλεί τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του, πλήττοντας την ρευστότητα των επιχειρήσεων. Παράλληλα, ενώ υποσχέθηκε ουσιαστική μείωση του μη μισθολογικού κόστους, αυτή, όπως υπογραμμίζεται, έχει μείνει μόνο στα χαρτιά. Επειδή, όμως, η τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους είναι άμεσα συνυφασμένη με την βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, άρα, με την διατήρηση των θέσεων εργασίας, ζητείται η ανάλογη υποστήριξη της εργατικής πλευράς για την ικανοποίηση των αιτημάτων της Συνομοσπονδίας.
Για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η ΕΣΕΕ έχει προτείνει γενική μείωση 10% και για τους συνεπείς εργοδότες άμεση μείωση 5%. Παράλληλα και προκειμένου να μην έχουν απώλειες τα ασφαλιστικά ταμεία, προτάθηκε η επιβολή «ασφαλιστικού τέλους» 1‰ επί του ετήσιου τζίρου των επιχειρήσεων, το οποίο θα εκπίπτει ως δαπάνη.